Της Eurohoops team / info@eurohoops.net
Η καριέρα του Γιώργου Σιγάλα, είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλη. Η αρχή έγινε από τα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού, ενώ το 1989-90 παραχωρήθηκε δανεικός στον Παπάγου, πριν επιστρέψει στους “ερυθρόλευκους”, όπου συνέχισε μέχρι το 1997.
Από το 1993 έως το 1997 κατέκτησε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα, ενώ το 1993 και το 1997 αναδείχθηκε επίσης κυπελλούχος Ελλάδας και το 1997 συνέβαλε στον παρθενικό τίτλο των Πειραιωτών στην Ευρωλίγκα.
Στο υψηλό πάντα επίπεδο και με τη γαλανόλευκη, ξεκινώντας από τις “μικρές” Εθνικές το 1989. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1993 έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ανδρών, με την οποία πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996, στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1994 και του 1998 κι στα Ευρωμπάσκετ του 1993, 1995, 1997, 1999, 2001 και 2003.
Ο “Ράμπο” του ελληνικού μπάσκετ, μίλησε στην εκπομπή “The Game” για τα πρώτα του χρόνια και τον Ντέιβιντ Ίνγκραμ, το κεφάλαιο Άρης και την επιτυχημένη πορεία του Περιστερίου στην Ευρώπη με καθοδηγητή Βασίλη Σπανούλη.
“Υπάρχει ένας προπονητής, ο Γιάννης Καστρίτης που έχει την εμπιστοσύνη της διοίκησης. Είναι πολύ σημαντικό ότι η διοίκηση τον υποστηρίζει, όπως και το όραμά του για τον Άρη. Πέρυσι μου έκανε την τιμή να είμαι συνεργάτης του. Πέρυσι δείξαμε ότι είμαστε ανταγωνιστικοί και φέτος κάναμε ένα μεγαλύτερο βήμα, να παίξουμε σε μία δύσκολη διοργάνωση όπως το EuroCup. Η ομάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Η ομάδα είναι καλύτερη κάθε χρόνο και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσεις στο υψηλότερο επίπεδο που θα μπορούσαμε να φτάσουμε.
Ξέρουμε ποιο είναι αυτό το επίπεδο, για μία ομάδα στην Ελλάδα, με δύο μεγάλους αντιπάλους, τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, τους οποίους και δεν μπορούμε να συγκρίνουμε. Μας νοιάζει να είμαστε ανταγωνιστικοί και να δίνουμε χαρές στον κόσμο μας. Είναι μία τεράστια εμπειρία για κάθε παίκτη, όταν υπάρχει τέτοια υποστήριξη από πίσω και τέτοιος κόσμος. Ο Άρης κάθε χρόνο θα γίνεται όλο και καλύτερος. Θα πρέπει να παραμείνει η ομάδα στο EuroCup, ακόμη κι αν μέσα στο καλοκαίρι υπάρχει ένα δέλεαρ από τη FIBA”, δήλωσε αρχικά ο Σιγάλας.
Και συνέχισε μιλώντας για τη φετινή πορεία του Περιστερίου: “Ο Βασίλης Σπανούλης είναι δεύτερη σεζόν στην ομάδα. Συγχαρητήρια για το βραβείο του προπονητή της χρονιάς στο BCL, δεν το ήξερα. Έχει χτίσει από πέρυσι την ομάδα, το ρόστερ είναι πάρα πολύ δυνατό, δεν λείπει κάτι απ’ αυτή την ομάδα. Ο τρόπος φέρνει το αποτέλεσμα κι αξίζουν συγχαρητήρια στον Βασίλη.
Το θέμα είναι η συνέχεια, τι γίνεται μετά. Πάντα το μετά μετράει, αλλά το Περιστέρι έχει ξεπεράσει τον εαυτό του. Έπαιξε Final Four. Τα παιδιά έπαιξαν στο πικ τους και το πάλεψαν, δεν έτυχε να προκριθούν. Μόνο θετικό είναι όλο αυτό που ξεκίνησαν να κάνουν από πέρυσι“.
Όσο για την καριέρα του: “Αν θα έβαζα ένα τίτλο θα έλεγα πως τα είπα όλα το 2007, με το ‘αυτός είναι ο πρώτος θάνατος’. Είμαι ευτυχισμένος που παραμένω σ’ ένα γήπεδο. Αυτό που με νοιάζει είναι να βλέπω και να δίνω πράγματα που βοηθούν τους παίκτες και να νιώθω μία ικανοποίηση. Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τον κόουτς Καστρίτη. Του είπα ότι σκέφτομαι ακόμη και βλακεία να είναι, θα στο λέω”.
Για τα πρώτα του χρόνια και ο αντίπαλος… Ίνγκραμ στα 20 του χρόνια: “Εγώ στα 18 μου τελευταία χρονιά εφηβικό πήγα στον Παπάγου και πήρα πρωτάθλημα Α2. Μετά πήγα στον Ολυμπιακό. Θυμάμαι το πρώτο παιχνίδι που έπαιξα με τον Ίνγκραμ. Μιλάμε για κάτι απίστευτο. Ήταν ένας παίκτης κορυφαίος”.
Όσο για τον αείμνηστο Γιάννη Ιωαννίδη: “Κάθε μεγάλος Έλληνας που χάνεται αφήνει ένα μεγάλο κενό. Δεν υπάρχει ελπίδα. Χάνονται μορφές και σκέψεις και δεν καλύπτονται εύκολα. Η δική μου γενιά γνώρισε παλιούς τεράστιους ανθρώπους και νέους επίσης τεράστιους που ακόμη είναι εν ζωή και κάποιους νεότερους που αξίζει να ασχοληθείς μαζί τους.
Δεν μίλησα τότε για τον κόουτς, γιατί πάντα μιλούσα γι’ αυτόν. Δεν περίμενα τον θάνατό του για να μιλήσω. Όταν σταμάτησα το μπάσκετ κι εκείνος ασχολούνταν με την πολιτική, ήταν άλλος άνθρωπος. Κρατάω την μπασκετική σχέση μας. Δεν ήμασταν κολλητοί. Ήταν τυπικές αλλά ειλικρινείς οι σχέσεις μας. Για εμένα αυτά τα πέντε χρόνια που ήμουν εκεί με τον κόουτς ήταν ευτυχία!“.
Όσο για την Εθνική: “Εμείς είχαμε την τύχη να είμαστε με τους 3-4 μεγάλους του ελληνικού μπάσκετ! Εμείς ήμασταν μία άτυχη γενιά. Οι τέταρτες θέσεις που παίρναμε ήταν επιτυχία για τότε. Η αξία της νίκης έχει να κάνει πάντα με τον αντίπαλο”.