Του Νίκου Βαρλά/ varlas@eurohoops.net
Ο Παναθηναϊκός έκανε πολύ εύκολα το 2-1 στη σειρά με κάποιες καλές στιγμές στο δεύτερο ημίχρονο και απόλυτη κυριαρχία όσο προχωρούσε το δεύτερο ημίχρονο. Οι πράσινοι ήταν σαφώς καλύτεροι σε σχέση με τον πρώτο τελικό του ΟΑΚΑ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν “πετούσαν φωτιές”, ούτε έπιασαν πολύ υψηλού επιπέδου μπάσκετ.
Απλά, εκμεταλλεύτηκαν όλα τα πλεονεκτήματα που “διάβασαν” και βρήκαν απέναντι στις αλλαγές του Ολυμπιακού και έχτισαν διαφορά όταν βρήκε ρυθμό ο Μάικ Τζέιμς, απέναντι στην άμυνα (λέμε τώρα) του Κάιλ Γουίλτζερ. Εννοείται πως ο πιο βασικός λόγος που η διαφορά εκτινάχθηκε και δεν υπήρξε ντέρμπι στο τελευταίο δεκάλεπτο, ήταν η επιθετική ανυπαρξία του Ολυμπιακού.
Μια ομάδα μετριότατη στο 5-5, με ελάχιστη παραγωγή τρανζίσιον καταστάσεων, κουραστικά προβλέψιμη στο μάτι, με τα ίδια και τα ίδια Plays, χωρίς φρέσκες ιδέες, χωρίς προσαρμογές παιχνίδι με παιχνίδι, χωρίς ρίσκα και με ελάχιστη κίνηση και εκνευριστική στατικότητα όταν εκτελείται αυτό το μονότονο κεντρικό πικ εν ρολ.
Ολυμπιακός κριτική: Χωρίς γκαρντ δεν κερδίζεις στο ΟΑΚΑ
Φάνηκε από την αρχή τι θα… δούμε
Στο πρώτο ημίχρονο δεν είδαμε ιδιαίτερες εκπλήξεις από τους 2 πάγκους. Ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να πάει τη μπάλα στο ποστ και στους Μιλουτίνοφ και Πρίντεζη και ο Παναθηναϊκός κλασικά έψαχνε τα μις – ματς μετά τις αλλαγές με τους Ρίβερες και Λοτζέσκι. Ο Μάντζαρης που αυτή την φορά ξεκίνησε αντί του Ρόμπερτς, δεν διαφοροποίησε το παραμικρό στο ματς με την παρουσία του.
Ο προσανατολισμός ήταν σωστός, οι κόκκινοι πήγαιναν με προσήλωση στο επιθετικό ριμπάουντ, αλλά οι εκτελέσεις τους ήταν από άστοχες ως… κάκιστες. Ο Πρίντεζης ξανά έχασε καλάθια που όταν είναι καλά τα βάζει με “κλειστά μάτια”, τα περιφερειακά σουτ έβρισκαν σίδερο και αυτή τη φορά ο Ολυμπιακός… κατάφερε να κάνει το πρώτο του επιθετικό “μπλακ άουτ” νωρίς – νωρίς, μένοντας 5:30 χωρίς πόντο.
Το 19-15 στο 10′ ήταν κολακευτικό για τους φιλοξενούμενους. Η εικόνα και το μοτίβο δεν άλλαξαν στη συνέχεια. Ο Παναθηναϊκός παρέμενε κάτω από τα δικά του στάνταρ παραγωγικά και ο Ολυμπιακός έπαιζε αποκρουστικό μπάσκετ στην επίθεση. Ελάχιστες οι κατοχές που γεννούσαν σωστά σουτ, πολλές για μια ακόμα φορά εκείνες που θύμιζαν αντί – μπάσκετ.
Τρίπλες χωρίς νόημα, ελάχιστη κίνηση, έλλειψη πρωτοβουλιών, ρηγμάτων, αθλητικότητας και την άμυνα του Παναθηναϊκού να ξέρει ακριβώς τι έχει να αντιμετωπίσει και να τα καταφέρνει με ευκολία. Το ημίχρονο βρήκε τους πράσινους στο +10 (38-28) με τον Παναθηναϊκό να έχει 14/28 σουτ, 11 ασίστ και 0 πόντους από δεύτερες ευκαιρίες.
Γιατί το αναφέρω αυτό; Είναι μεγάλη επιτυχία για μια άμυνα που παίζει αλλαγές και κατά κανόνα έχει μειονέκτημα στο αμυντικό ριμπάουντ να μην τρώει ούτε ένα καλάθι από εκεί. Αυτή η επιτυχία στην άμυνα που συνοδεύτηκε από το -10, καταδεικνύει με ακόμα πιο γλαφυρό τρόπο την ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ του Ολυμπιακού στην επίθεση.
Στα πρώτα 20 λεπτά η ομάδα του Γιάννη Σφαιρόπουλου είχε… 9/30 σουτ, 8 ασίστ και 6 λάθη.
Παραδομένος στο κακό μπάσκετ, περίμενε το τέλος
Από τα πρώτα λεπτά της επανάληψης, ολόκληρος ο Ολυμπιακός έδειχνε να μην πιστεύει ούτε ο ίδιος πως μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις το διπλό. Ο Παναθηναϊκός πήγε για πρώτη φορά τη διαφορά στους 12 (40-28), οι ερυθρόλευκοι είχαν που και που κάποιες εκλάμψεις, αλλά η βασική εικόνα ήταν ακριβώς η ίδια.
Ένας μέτριος Παναθηναϊκός, σταθερά άστοχος στις βολές, θα κέρδιζε τον Ολυμπιακό που έκανε ένα από τα δεκάδες άθλια φετινά του παιχνίδια στην επίθεση. Στο 30′ το σκορ ήταν 54-42 και λίγο μετά το ξεκίνημα της τελευταίας περιόδου, 59-44, με τον Μάικ Τζέιμς να βρίσκει απέναντί του τον Γουίλτζερ και μαζί ρυθμό και ευκαιρίες να σκοράρει ακούραστα.
Το +15, παρότι παρέμενε πολύς χρόνος για τα δεδομένα του μπάσκετ, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να αισθάνεται ασφάλεια ο Παναθηναϊκός. Είναι χαρακτηριστικό πως σε εκείνο το σημείο οι κόκκινοι είχαν φτάσει αισίως τα 14/43 σουτ!!!
Η διαφορά έφτασε ως τους 19 πόντους (63-44). Εκεί, ο Γιάννης Σφαιρόπουλος έκανε το συνηθισμένο και αναμενόμενο. Χαμήλωσε το σχήμα και με τον Πρίντεζη στο “5” προσπάθησε να πιέσει και να αλλάξει κάτι στην αναμέτρηση.
Ο Ολυμπιακός εκμεταλλευόμενος και το γεγονός ότι ο αντίπαλος δεν ένιωθε απειλή και οταν συμβαίνει αυτό πάντα, έστω και ασυνείδητα, έρχεται μια χαλάρωση, πήγε ως το 64-55, στο 37′.
Δεν μπορούσε και δεν άξιζε τίποτα παραπάνω. Η οριστική “ταφόπλακα” ήταν ένα τρίποντο του Μάικ Τζέιμς (67-55) που κλείδωσε οριστικά το 2-1 για την ομάδα του Πασκουάλ.
Ο Παναθηναϊκός νίκησε εύκολα σε ένα ντέρμπι στο οποίο σούταρε με 46% εντός πεδιάς, στο οποίο στην επανάληψη είχε 3/13 τρίποντα, κέρδισε άνετα ένα τελικό ενώ είχε το τραγελαφικό 40% (10/25) στις ελεύθερες βολές.
Με 4 παίκτες να κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά. Ο Ρίβερς με 15, ο Τζέιμς που διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στο δεύτερο ημίχρονο με 14, ο Καλάθης 13 πόντους και 6 ασίστ και θετικός ήταν και ο Σίνγκλετον όχι τόσο για τους 9 πόντους, όσο για το γεγονός ότι έπαιξε πάνω από τα στάνταρ του σε ένταση και ενέργεια. Για αυτό πήρε 10 ριμπάουντ, για αυτό έβγαλε περισσότερες άμυνες από όσες συνηθίζει.
Ο Ολυμπιακός; Μια ακόμα ήττα με κάτω από 60 πόντους παραγωγικότητα. Με το αποκαρδιωτικό 19/54 σουτ (35%), με 13/31 δίποντα και 6/23 τρίποντα. Οι ηττημένοι έκαναν περισσότερα λάθη (12) από ασίστ (10).
Πέρα από τα γνωστά και τετριμμένα χάλια στην επίθεση, εκθέτει την αθλητικότητα του Ολυμπιακού κυρίως στη περιφέρεια το γεγονός ότι οι νικητές τελείωσαν μια τόσο κρίσιμη μάχη για τον τίτλο με 5 μόλις λάθη… Μαζί και 20 ασίστ
Αυτό το μπάσκετ, δεν αξίζει
Στο μπάσκετ ποτέ δεν μπορείς να πεις ποτέ. Δεν το λέγω εγώ. Το βροντοφωνάζει εκκωφαντικά η ιστορία του αθλήματος. Η σειρά τελειώνει στις 3 νίκες και μέχρι κάποιος να φτάσει ως εκεί, όλα είναι ανοιχτά.
Πρέπει, όμως, να είμαστε ειλικρινείς. Αυτό το μπάσκετ που παίζει ο Ολυμπιακός, δεν αξίζει κανένα τίτλο. Προφανώς δεν είναι τυχαίο πως βρίσκεται μια ήττα μακριά από το να κλείσει δεύτερη διαδοχική σεζόν χωρίς κούπα.
Το καταλαβαίνει πλέον και κόσμος που δεν είναι ιδιαίτερα μυημένος στο μπάσκετ. Αυτή η ομάδα έχει ανάγκη από σημαντικές αλλαγές και πάνω από όλα να αποτινάξει από πάνω της αυτό το στιλ μπάσκετ που πάει αντίθετα στις τάσεις και τη σύγχρονη εποχή.
Είναι “αντιαισθητικό”, προβλέψιμο και πέρα από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, δεν συγκινεί, δεν ηλεκτρίζει, δεν δημιουργεί ανυπομονησία και ενθουσιασμό, δεν πιστεύω ότι γεμίζει και εξιτάρει κανέναν από όσους πραγματικά αγαπούν αυτή την ομάδα.
Θα προσπαθήσω να το πω όσο πιο απλά μπορώ. Ο Ολυμπιακός παίζει ένα μπάσκετ ανίκανο να εκμεταλλευτεί τα ατομικά χαρίσματα και πλεονεκτήματα κάθε παίκτη ξεχωριστά, ένα μπάσκετ που σιγά – σιγά “ρουφάει” και στο τέλος “εξατμίζει” όσους ταλαντούχους παίκτες υπάρχουν.
Ενα μπάσκετ που αγνοεί την ταχύτητα, την off ball κίνηση, τα προσαρμοσμένα συστήματα πάνω στις ξεχωριστές ικανότητες των παικτών, που έχει σχεδόν αναιρέσει κάθε κατάσταση γρήγορης ανάπτυξης στο 5-5 (early plays), τη στιγμή που η ανυπαρξία στο τρανζίσιον είναι σταθερή εδώ και 2-3 χρόνια.
Η άμυνα δεν είναι απλά καλή, είναι απαραίτητη να υπάρχει και να δουλεύει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Στο σύγχρονο μπάσκετ, όμως, δεν φτάνει από μόνη της. Χρειάζεται συνεχώς βελτίωση και νέα στοιχεία στην επίθεση.
Από τον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια βλέπουμε το ίδιο και το ίδιο, σαν να ακούς ένα μονότονο ήχο στο ξυπνητήρι σου κάθε πρωί και να λες: Όχι πάλι αυτό, κουράστηκα.
Ένα μπάσκετ γύρω – γύρω όλοι και στη μέση το κεντρικό πικ εν ρολ με τον Σπανούλη.
Προσωπικά, θεωρώ ότι το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ανήκει στον κόουτς Σφαιρόπουλο. Εκείνος έχει την υποχρέωση και τον ρόλο να διαχειρίζεται τους παίκτες, να τους βάζει όρια, να διαφοροποιεί τα πράγματα, να πείθει τους παίκτες του, ακόμα και τον ηγέτη του, ως προς τι πρέπει να κάνουν για να ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ.
Για να γίνουν μάγκες.
Μπασκετικά, στον Ολυμπιακό δεν υπάρχει εξέλιξη εδώ και καιρό. Υπάρχουν μικρά, αλλά ξεκάθαρα βηματάκια προς τα πίσω.
Κι εκεί που πριν λίγα χρόνια η ομάδα όχι απλά είχε αρκετά συχνές επιτυχίες, αλλά φαινόταν να διαθέτει και λαμπρό μέλλον, εδώ και καιρό φθίνει, παίζει χαμηλότερου επιπέδου μπάσκετ και έχουμε ήδη αρχίσει να αναφερόμαστε ξανά και ξανά στις πρόσφατες μεγάλες ευρωπαϊκές πορείες του παρελθόντος.
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα από αυτή την παρελθοντολογία, ιδίως όταν μένεις σε παλιότερα δεδομένα και νομίζεις πως πηγαίνοντας από τον ίδιο δρόμο κάθε φορά, θα βγαίνεις στο ξέφωτο.
Ο Ολυμπιακός οφείλει στον εαυτό του κυρίως δύο πράγματα. 1) Να παλέψει με όλες του τις δυνάμεις για το 2-2 και μετά για την τελευταία ζαριά στο ΟΑΚΑ. 2) Να αλλάξει ΠΟΛΛΑ πράγματα σε ΠΟΛΛΑ επίπεδα το καλοκαίρι που ήδη ήρθε και είναι κομβικό για το μέλλον.
Η ευθύνη φυσιολογικά πάει πάνω και πρώτα από όλα στους αδελφούς Αγγελόπουλους.
Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτές οι αλλαγές πρέπει να είναι μεγάλες, στοχευμένες, με πλάνο και λογικά και με “θυσίες”, είτε σε χρήματα, είτε σε αποφάσεις.
Αυτό δεν αλλάζει όχι το πρωτάθλημα να πάρει ο Ολυμπιακός, αλλά να γυρίσει όλος ο κόσμος… ανάποδα.
ΥΓ1. Γίνεται πολύς λόγος τις τελευταίες μέρες για τον Βασίλη Σπανούλη και τον Γιώργο Πρίντεζη. Δύο παιδιά που έχουν προσφέρει πάρα πολλά στον Ολυμπιακό και κατά τη γνώμη μου έχουν την μεγαλύτερη συμβολή ώστε να αποβεί πετυχημένο στη πράξη το μοντέλο που υιοθέτησε η διοίκηση το καλοκαίρι του 2011. Η άποψή μου είναι ξεκάθαρη. Θεωρώ ότι αμφότεροι πρέπει να μείνουν στο λιμάνι και να κλείσουν την καριέρα τους στον Ολυμπιακό. Χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι όσο περνάει ο χρόνος δεν πρέπει να διαφοροποιείται ο ρόλος τους, ο τρόπος που θα προσαρμόζονται στο παιχνίδι και την ομάδα, οι απαιτήσεις τους.
ΥΓ2. Ο ένας, ο Βασίλης είναι ο παίκτης με την μεγαλύτερη προσφορά στον σύλλογο, διαχρονικά. Ο άλλος, ο Γιώργος είναι μια “σημαία”, ένα παιδί απόλυτα ταυτισμένο με τον Ολυμπιακό. Νομοτελειακά, το ιδανικό είναι πως αμφότεροι πρέπει να δουν τις φανέλες τους να αποσύρονται και μέχρι να ολοκληρώσουν την καριέρα τους να έχουν γευτεί κι άλλες χαρές, κι άλλους τίτλους. Όπως οφείλει η ομάδα να τους προσεγγίζει με αυτή την δίκαιη λογική, έτσι κι εκείνοι πρέπει να είναι συνειδητοποιημένοι, να δουλεύουν, να αποτελούν τα σωστά πρότυπα για τους συμπαίκτες τους και να υποχωρούν, να βάζουν το εγώ κάτω από την ομάδα όταν πρέπει, με ρεαλισμό και ομαδικό πνεύμα. Οι κορυφαίοι στρατηγοί όλων των εποχών, ήταν εκείνοι που όταν έπρεπε, μπορούσαν να μετατραπούν στους πιο πιστούς στρατιώτες.
ΥΓ3. Οι τρεις πιο καταλυτικοί παίκτες στο διπλό του Game 1 ήταν οι Παπανικολάου, Παπαπέτρου και Στρέλνιεκς. Όλοι πέρασαν και δεν ακούμπησαν στο Game 3. Έτσι, δεν γίνεται να κερδίσει με τίποτα ο Ολυμπιακός. Ο Μάντζαρης μετά το μίνι – ξέσπασμα σε εκείνο το παιχνίδι, στα επόμενα δύο δεν έχει βάλει ούτε ένα πόντο.
ΥΓ4. Ο Μπράουν πήρε πιο… σοβαρή ευκαιρία. Αλλά, δεν την αξιοποίησε. Γενικά, όταν γίνονται λάθη στο ροτέσιον και στη προσέγγιση του πως θα εκμεταλλευτείς όλα τα όπλα σου σε όλη τη διάρκεια της σεζόν, είναι πάρα πολύ δύσκολο να διορθωθούν στο τέλος της σεζόν. Το πιο κλασικό παράδειγμα στο φετινό Ολυμπιακό, παραμένει ο Στρέλνιεκς.
ΥΓ5. Μέσα στα πολλά πράγματα που απαιτείται να αλλάξουν στο κλαμπ από εδώ και πέρα, είναι η λογική με την οποία επιλέγονται και υπογράφουν οι ξένοι παίκτες. Για να γίνει αυτό φυσικά πρέπει να αλλάξει άρδην και η γενική φιλοσοφία πάνω στην οποία θα χτιστεί η ομάδα. Από το 2015 και μετά δε, έχουν ΑΥΞΗΘΕΙ τα χρήματα που δίνονται για τις μεταγραφές των ξένων στον Ολυμπιακό. Κι ενώ έχουν διατεθεί περισσότερα χρήματα, η προσφορά συνολικά είναι ολοένα και μικρότερη… Μεγάλη αποτυχία αυτή.
ΥΓ6. Ενα ακόμα μεγάλο ματς στο οποίο ο Ολυμπιακός κακοποίησε το μπάσκετ. Έχασε σε όλα τα δεκάλεπτα, έβαλε 58 πόντους με άθλια ποσοστά και σε καμία περίοδο δεν σκόραρε πάνω από 16 πόντους. Το χειρότερο από όλα; Να είσαι σχεδόν σίγουρος για το τι θα δεις για μια ακόμα φορά. Να το βλέπεις, να το… υποφέρεις, να το υπομένεις και πάμε πάλι από την αρχή.
ΥΓ7. Μερικοί παράγοντες είναι χαρισματικοί κι αυτό απορρέει από την προσωπικότητά τους και από τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την ζωή. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος αναμφισβήτητα ήταν ένας από αυτούς και ανήκει στη “χρυσή λίστα” των Ελλήνων ηγετών του αθλητισμού που λάτρευαν την ομάδα τους, την απογείωσαν, αλλά ήταν παράλληλα ΑΝΘΡΩΠΟΙ που ανέβαζαν επίπεδο το σπορ που υπηρετούσαν και τον ελληνικό αθλητισμό συνολικά. Είναι σπάνιο να συνδυάζονται τέτοια χαρίσματα και πρέπει να θυμόμαστε τον Παύλο Γιαννακόπουλο ως μια εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού αθλητισμού με πολύ μεγάλη προσφορά. Αφησε ένα στίγμα ξεχωριστό και διαχρονικό και ήταν άνθρωπος που χαιρόταν πάρα πολύ να προσφέρει σε γνωστούς και αγνώστους. Τέτοιους ανθρώπους πρέπει να τους τιμούμε και να μην τους ξεχνούμε.