Της Eurohoops Team/ info@eurohoops.net
Ο ΕΣΑΚΕ συνέχισε με τον “Δράκο” τη σειρά αφιερωμάτων για τους πρώτους δέκα σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος με αφορμή την άνοδο του Βασίλη Σπανούλη στην πρώτη θέση των σκόρερ του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Αναλυτικά:
“Μπαίνουμε στην κορυφαία τριάδα. Στους τρεις αθλητές που φόρτωσαν τα αντίπαλα καλάθια με του περισσότερους πόντους στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος. Ιωνικός, Άρης, Πανιώνιος και Παναθηναϊκός. Μία διαδρομή 20-21 χρόνων στην Α’ Εθνική, στην Α1 και στην Basket League μέσα από την οποία σημείωσε 9.291 πόντους, αριθμός που τον έχει τοποθετήσει στην 3η θέση των σκόρερ όλων των εποχών. Το esake.gr συνεχίζει την παρουσίαση των 10 κορυφαίων σκόρερ στην ιστορία του Πρωταθλήματος, με αφορμή την ανάδειξη του Βασίλη Σπανούλη σε 1ο σκόρερ του επαγγελματικού πρωταθλήματος, με τον Παναγιώτη Γιαννάκη.
Ο γεννημένος την Πρωτοχρονιά του 1959 “Δράκος” του ελληνικού μπάσκετ, ήταν ανακάλυψη και μπασκετικό παιδί του Βύρωνα Κρίθαρη, που μετά την αποχώρηση του από το μπάσκετ ανέλαβε να δημιουργήσει τα τμήματα υποδομής του Ιωνικού Νίκαιας του οποίου άλλωστε υπήρξε αθλητής. Όταν πέρασε μια μέρα από το ανοιχτό γήπεδο του “Πλάτωνα” διέκρινε ένα ψηλό, μελαχρινό και αδύνατο παιδί: “Εσύ γιατί δεν παίζεις μαζί μας;” του είπε και την επόμενη μέρα ο Παναγιώτης Γιαννάκης πήγε για προπόνηση: “Το πάθος και η συνέπεια, τον χαρακτήριζαν από τότε, που ήταν παιδί. Δεν θυμάμαι ποτέ να είχε αργήσει σε προπόνηση. Από τότε τον έφερνα ως παράδειγμα και έλεγα σε όλους τους γονείς ότι μακάρι κάθε οικογένεια να είχε έναν Παναγιώτη” είχε πει ο Βύρων Κρίθαρης αρκετά χρόνια μετά.
Στα 13 του χρόνια, ο Γιαννάκης ήταν ήδη μέλος της 10άδας του Ιωνικού που αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική. Το 1975 η ομάδα της Νίκαιας ανέβηκε στην Α’ Εθνική με τον 16χρονο τότε Γιαννάκη να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Όλα είχαν πάρει πια τον δρόμο τους. Το 1977 βρέθηκε για πρώτη φορά στην κορυφαία 5άδα των σκόρερ του πρωταθλήματος σημειώνοντας 502 πόντους και ένα χρόνο μετά ήταν 3ος με 544 πόντους. Το άστρο του είχε ανατείλει πια για τα καλά και την περίοδο 1979-80 αναδείχτηκε 1ος σκόρερ με 766 πόντους πάνω από τον Καλιγκάρις του Σπόρτιγκ, τον Γκάλη του Άρη, τον Γκούμα του Πανελληνίου και τον Κόντο του Παναθηναϊκού. Την επόμενη σεζόν, το 1980-81, το “κοντέρ” έγραψε 773 πόντους που του έδωσαν τη 2η θέση της λίστας. Στην ιστορία βέβαια έμεινε το ματς της 24ης Ιανουαρίου 1981 όταν σημείωσε 73 απέναντι στη μετέπειτα ομάδα του, τον Άρη και στον Νίκο Γκάλη που… σταμάτησε στους 62 αλλά οδήγησε τους “κιτρινόμαυρους” στη νίκη με 114-113. Ένα χρόνο μετά, το 1982, έγινε ο πρώτος Έλληνας που επιλέχθηκε στο Ντραφτ του ΝΒΑ, στο Νο205 από τους Σέλτικς.
Το καλοκαίρι του 1984, ο Άρης δαπάνησε το ποσό, ρεκόρ για την εποχή, των 40 εκατομμυρίων δραχμών και τον έκανε δικό του για να βάλει τις βάσεις της μετέπειτα αυτοκρατορίας του. Με την ομάδα της Θεσσαλονίκης, ο “Δράκος” κατέκτησε επτά πρωταθλήματα, έξι κύπελλα Ελλάδας και ένα κύπελλο κυπελλούχων. Το 1993 ήρθε η στιγμή της επιστροφής στην Αθήνα. Φόρεσε τη φανέλα του Πανιωνίου με τον οποίο έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του κυπέλλου Κόρατς και το επόμενο καλοκαίρι βρέθηκε στον Παναθηναϊκό με τον οποίο ολοκλήρωσε τη σπουδαία καριέρα του κατακτώντας δύο ακόμη τίτλους. Το κύπελλο πρωταθλητριών του 1996 και το κύπελλο Ελλάδας της ίδιας χρονιάς.
Σε αυτήν την πορεία των χρόνων, παράλληλα με τις επιτυχίες του σε συλλογικό επίπεδο, ο Γιαννάκης έγραφε “χρυσές” σελίδες και με την Εθνική ομάδα. Τη μία μετά την άλλη. Μεγαλύτερες επιτυχίες βέβαια, το χρυσό του 1987 και το αργυρό μετάλλιο του 1989 στα πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα της Αθήνας και του Ζάγκρεμπ αντίστοιχα. Το 1996 πήρε την απόφαση της αποχώρησης, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996. Αποχώρησε μετρώντας 351 παιχνίδια και 5.282 πόντους, αριθμοί που του έδωσαν την πρωτιά και στις δύο κατηγορίες με την “επίσημη αγαπημένη”.
Ένας μπασκετάνθρωπος όπως ο Γιαννάκης δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από τον χώρο, τη μυρωδιά των αποδυτηρίων και των παρκέ. Το 1997 ανέλαβε την Εθνική ομάδα με την οποία έκανε δύο θητείες ενώ σε συλλογικό επίπεδο πέρασε από τον Πανιώνιο, το Μαρούσι, τον Ολυμπιακό, τη Λιμόζ και από τον Άρη στη σεζόν που πέρασε.
Η προσφορά του στην Εθνική ομάδα ήταν πολυεπίπεδη. Ο Γιαννάκης οδήγησε την Εθνική ομάδα στην κορυφή της Ευρώπης το 2005 και στη 2η θέση του κόσμου το 2006. Είναι μάλιστα ο μόνος μεταπολεμικά που κατέκτησε το χρυσό σε Ευρωμπάσκετ τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής”.
Πηγή: Esake.gr