Tης Eurohoops team/ info@eurohoops.net
Όλοι οι Έλληνες το 1987 ήθελαν να ζήσουν από κοντά την Εθνική και την παραμυθένια πορεία της μέχρι την κορυφή της Ευρώπης. Ένας από εκείνους που πράγματι όμως της έζησε, ήταν ο Δημήτρης Καλτσής.
Ο κύριος Δημήτρης, ή “Μητσάρας”, όπως τον αποκαλούν όλοι οι παίκτες της Εθνικής του 1987, ήταν ο οδηγός της ομάδας και ακόμα και σήμερα είναι ο άνθρωπος που μεταφέρει παντού το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, καθώς όλοι τον αγαπούν και όλοι εκτιμούν τη δουλειά και τη στάση του.
Ο 70χρονος οδηγός, που αποτελεί από μόνος του ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την Εθνική ομάδα, μίλησε στο Eurohoops και μοιράστηκε μαζί μας πολλές ιστορίες, ευτράπελα και περιστατικά από το 1987, βάζοντάς μας στο… κλίμα του ελληνικού έπους, 34 χρόνια μετά. Όπως θα δείτε και στο βίντεο του Eurohoops, ο Δημήτρης Καλτσής είναι ένας άνθρωπος με πολλή ζωή μέσα του και πολλή αγάπη για αυτό που κάνει, κάτι που φαίνεται στα μάτια του και στον τρόπο που μιλάει για την Εθνική μας.
Εκτός των άλλων, ο κύριος Δημήτρης μας μίλησε για τα δρομολόγια από το ξενοδοχείο μέχρι το ΣΕΦ, τις πλάκες του Φιλίππου, τη μανία του Γκάλη να κερδίζει ακόμα και στο… τάβλι, αλλά και μια γυναίκα που έκανε τα πάντα προκειμένου να “μυρίσει τον ιδρώτα του Νίκου”!
Απλά απολαύστε τον…
-Πώς βρεθήκατε να είστε εσείς ο οδηγός της Εθνικής;
Πριν το 87, γύρω στα 10 χρόνια, με σύστησε ένας κύριος. Είχα πάει με ένα μικρό αυτοκίνητο στη Βουλγαρία με την ομάδα πάλης. Εκείνος με σύστησε στην ομοσπονδία και από το 1985 ξεκίνησα να κάνω δρομολόγια της ομοσπονδίας. Από το 1987 που ήμουν με την Εθνική μέχρι και σήμερα είμαι ο οδηγός της Εθνικής ομάδας μπάσκετ της Ελλάδος.
-Πόσο… δύσκολο ήταν ένα δρομολόγιο από το ξενοδοχείο στο γήπεδο;
Ήταν πολύ εύκολο για εμένα γιατί ήξερα τα παιδιά. Κάναμε παρέα με όλα τα παιδιά, όλοι με αγαπούσαν και με φώναζαν Μητσάρα. Ξεκινούσαμε από το ξενοδοχείο για προπόνηση στο ΣΕΦ με τα γέλια μας, τα καλαμπούρια μας. Στο κάθε παιχνίδι ξεκινούσαμε από το ξενοδοχείο χωρίς κανέναν άλλον, πέραν από τους ανθρώπους της Εθνικής ομάδας στο αυτοκίνητο. Απαγορευόταν να είναι άλλος. Το αυτοκίνητο που είχα εγώ δεν πήγαινε για άλλη δουλειά. Στο δρόμο κάναμε καλαμπούρια για να είναι και οι παίκτες καλά. Με… δουλεύαν και τα παιδιά. «Μητσάρα τρέξε, Μητσάρα κάνε» μου έλεγαν και περνάγαμε ωραία. Βλέπαμε στο δρόμο κάτι κυρίες που παίζανε χαρτιά σε ένα ξενοδοχείο. Λέγαμε «Να οι κυρίες παίζουν χαρτιά, θα κερδίσουμε!». Πιο πέρα βλέπαμε έναν κύριο που μας περίμενε για να περάσουμε, λες και περνούσε ξέρω ‘γω. Κι’ όμως, περνούσε η μεγαλύτερη ομάδα του κόσμου! Όλα αυτά τα καλαμπουρίζαμε.
-Θυμάστε κάποιο ευτράπελο από τα δρομολόγια;
Πολλά! Ήμασταν μια ομάδα της χαράς, του γέλιου. Έτσι ερχόντουσαν οι νίκες. Σε ένα δρομολόγιο που πηγαίναμε για προπόνηση, στον γυρισμό μας πήγαιναν οι μηχανές μπροστά και η αστυνομία πίσω. Γινόταν χαρά μεγάλη. Εγώ λοιπόν, όπως οδηγούσα, γιατί οδηγούσα πολύ προσεκτικά, επειδή γινόντουσαν πολλές πλάκες, ξαφνικά βλέπω μπροστά τον Φιλίππου σε μια μηχανή. «Θα τρελαθώ» φώναζε ο κόουτς, γιατί ο Φιλίππου έπρεπε να παίξει την άλλη μέρα και ήταν τραυματίας. Με σταμάτησαν οι αστυνομικοί, χωρίς να ξέρω γιατί. Εγώ κοιτούσα μπροστά, όχι πίσω. Άνοιξε την πόρτα που ήταν με χειρολαβή και καβάλησε τη μηχανή. Εκείνη την ώρα οι αστυνομικοί με είχαν φρενάρει για να μην φύγω. Ήταν μελετημένο. Μόλις άκουσα και την πόρτα κατάλαβα. Ο Φιλίππου έκανε πλάκα.
-Είχαν οι παίκτες κάποια συγκεκριμένη θέση;
Βεβαίως. Φιλίππου καθόταν στην προτελευταία θέση του πούλμαν, δίπλα από την πόρτα για να κάνει τις πλάκες και να δίνει ζωή στα παιδιά. Πίσω του ήταν ο Χριστοδούλου στη μια γωνία και από την άλλη ήταν ο Φασούλας. Δεν πήγαινε κανείς άλλος εκεί στη γαλαρία. Ο Γκάλης ήταν πιο μπροστά και ο Γιαννάκης πιο μπροστά. Ο Λινάρδος έκανε και εκείνος τις πλάκες του.
-Εκείνη την εποχή όλη η Ελλάδα ζούσε για την Εθνική ομάδα. Πιάσατε τον εαυτό σας να αισθάνεστε τυχερός και ευλογημένος που ζούσατε από κοντά όλο αυτό το παραμύθι του Ευρωμπάσκετ;
Έτσι είναι. Όχι απλά ευλογημένος. Έλεγα, εγώ σαν οδηγός, είναι πρώτα η οικογένειά μου και μετά το μπάσκετ. Όταν μιλάω για αυτή την ομάδα μου σηκώνεται η τρίχα. Νομίζω πως συμβαίνει τώρα και νιώθω ευλογημένος που ήμουν κοντά σε αυτά τα παιδιά που μας έδωσαν αυτή τη μεγάλη χαρά. Δεν τη χωράει ο νους σου.
-Τα παιχνίδι πώς τα ζούσατε;
Ξεκινάγαμε από το ξενοδοχείο και στο δρόμο ήταν χιλιάδες κόσμος. Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο κόσμο. Δεξιά και αριστερά, αλλά όχι μπροστά. Το ζούσε όλος ο κόσμος αυτό που γινόταν. Εγώ έβλεπα, άκουγα και δεν μιλούσα. Αυτή είναι η τακτική μου. Φτάναμε στο στάδιο και μπαίναμε στα αποδυτήρια. Εγώ ήμουν από κοντά στην ομάδα. Κλείδωνα το αυτοκίνητο γιατί είχαμε πράγματα μέσα. Μπορεί να με φωνάζαν γιατί έπρεπε να πάρουν κάτι από εκεί και έπρεπε να ανοίξω. Στα αποδυτήρια εγώ ήμουν στην πόρτα και δεν αφήναμε κανέναν να μπει. Μόλις τα παιδιά έκαναν τη προθέρμανση στα βοηθητικά, μπαίναμε στο γήπεδο. Εγώ ήμουν από κοντά. Με θέλανε να είμαι κοντά, αλλά καθόμουν πίσω, γιατί δεν υπήρχαν πολλά ρούχα και ο κόσμος ήθελε να πάρει κάτι από την Εθνική. Καθόμουν εκεί για να φυλάω τα πράγματα επειδή όλοι προσπαθούσαν να πάρουν κάτι. Όταν τελείωνε το παιχνίδι πάλι στα αποδυτήρια. Την τελευταία μέρα στον τελικό ο Καμπούρης πήγε να σουτάρει. Ο γιατρός της ομάδας που πλέον έχει φύγει από τη ζωή, κάποια στιγμή έπεσε κάτω. Δεν είχε ρίξει ακόμα τη βολή ο Καμπούρης και εκείνος είχε πέσει! Καταλαβαίνετε πού βρισκόμασταν όλοι εκείνη τη στιγμή. Πήρα μερικά παγάκια και του τα πετάω για να συνέλθει. Ρίχνει τις βολές ο Καμπούρης, του ρίχνω και μια σφαλιάρα και τον βγάζω έξω. «Τις έβαλε τις βολές; Τις έβαλε;» μου φώναζε. «Θα πεθάνεις ρε. Κερδίσαμε, θα πάρουμε το χρυσό» του είπα. Θα σας πω και το άλλο. Ήταν μια κυρία που κυνηγούσε από κοντά τον Γκάλη για να πάρει μια μπλούζα ή μια πετσέτα. Εγώ ήμουν στη πόρτα και κρατούσα να μπουν οι παίκτες. Τον πιάνει τότε τον Νίκο και τον τράβηξε να τον ρίξει κάτω. Τον πιάνω εγώ και έκανε πίσω αυτή. «Θέλω να μυρίσω τον ιδρώτα του και τίποτε άλλο» μου είπε. Τέτοια πράγματα έγιναν.
-Μετά τον τελικό τι έγινε μέσα στο πούλμαν;
Μετά τον τελικό τα μισά παιδιά έφυγαν με καράβι. Τους υπόλοιπους τους πήρα εγώ. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Ήταν μηχανές, ήταν αστυνομία εκεί… ανεβήκαμε την Αλίμου, πήγαμε πίσω από το παλιό αεροδρόμιο και βγήκαμε στο ξενοδοχείο. Έτσι φτάσαμε, αλλιώς δεν θα φτάναμε. Εκεί γινόταν πανηγύρι, φωνές, κακό, κόσμος.
-Εσείς κρατήσατε κάποιο σουβενίρ από τότε;
Κράτησα μια μπλούζα. Μια μπλούζα μου έδωσαν. Αυτή πήρα και φυσικά τη χαρά τους. Να είναι καλά τα παιδιά που μας έδωσαν αυτή τη χαρά. Δεν υπήρχαν ρούχα τότε. Να σας πω και ένα μικρό περιστατικό με τα ρούχα. Τα φυλούσαμε όλα μην χαθεί τίποτα, γιατί θα ήμασταν υπεύθυνοι όλοι. Ζητούσα μια μπλούζα να έχω ένα ενθύμιο για τα παιδιά μου. Καταλάβαινα βέβαια το πόσο δύσκολο ήταν. Την επόμενη μέρα με φωνάζει ο Χριστοδούλου και μου λέει «πάρε αυτή τη τσάντα και φύγε». Εγώ αρνήθηκα και του είπα «όταν τελειώσεις, θα μου δώσεις μια μπλούζα να την έχω για ενθύμιο. Ή μαλώνουμε ή δεν ξανάρχομαι. Δεν θέλω να γίνει παρεξήγηση για μια μπλούζα». Ο Φάνης είναι μεγάλη καρδιά. Από τις μεγαλύτερες που υπάρχουν.
-Ο Νίκος Γκάλης δεν ήθελε να χάνει ούτε στο τάβλι και με εσάς έπαιζε συχνά. Τον κερδίσατε ποτέ;
Εγώ δεν ήξερα και καλό τάβλι. Του το έλεγα κιόλας. Έπαιζε με τους παίκτες και παίζανε δυνατά αλλά πάντα, όπως κατάλαβα, τον άφηναν να κερδίσει, γιατί ήθελε πάντα να κερδίζει. Έπαιξε και μαζί μου αλλά δεν ήξερα καλό τάβλι. Ήξερε καλό τάβλι και με κέρδιζε. Οι άλλοι πάντως του δίναν τα παιχνίδια για να είναι καλά εκείνος.
-Όταν μετά από χρόνια μπήκε η κόρη του Παναγιώτη Φασούλα στο πούλμαν και έκατσε ακριβώς εκεί που καθόταν ο πατέρας της, τι αίσθηση σας άφησε αυτό;
Ξέρω καλά τον Παναγιώτη, τη γυναίκα του και φυσικά όλους τους υπόλοιπους παίκτες και τις συζύγους τους. Με αγαπούσαν και με φώναζαν Μητσάρα. Όταν ήταν μικρή η κόρη του Φασούλα την παρακολουθούσα για να δω πού θα κάτσει. Όταν έκατσε τις είπα «ξέρεις ποιος καθόταν εδώ;». Μου απάντησε όχι και της είπα πως εκεί καθόταν ο πατέρας της. Παραλίγο να βάλει τα κλάματα το παιδί. Κάνω τον σταυρό μου και λέω πως υπάρχει δύναμη, υπάρχει κάτι. Αυτό το παιδί πήγε και έκατσε στη θέση του πατέρα της. Ρώτησα και την γυναίκα του Φασούλα αν είχαν πει κάτι στη μικρή. Είναι το ένστικτο, ή δεν ξέρω τι…
-Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ:
Τίποτε! Είναι πολλά κιόλας από τότε, αλλά πού να θυμάμαι από το 87; (Γέλια)
Κάμερα – μοντάζ: Κωνσταντίνος Δημητρίου