Του Διονύση Αραβαντινού / info@eurohoops.net
Μια από τις καλύτερες Ελληνίδες παίκτριες, κατά πολλούς η κορυφαία που έχει περάσει από το γυναικείο μπάσκετ, μοιράστηκε με το Eurohoops στιγμές από την καριέρα της σε Ελλάδα και Καναδά, πως συνδύασε μπάσκετ και σπουδές, τις προκλήσεις που αντιμετώπισε, την Ελληνική επιτυχία του 1987, τον Νίκο Γκάλη, καθώς και για το φαινόμενο Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Η Άννη Κωνσταντινίδου ήταν παίκτρια του Σπόρτιγκ από το 1983-1993, όπου κατέκτησε τα… πάντα και δημιούργησε τον θρύλο της. Στην ομάδα των Πατησίων ήρθε από τον Καναδά, όπου έπαιξε μπάσκετ με το πανεπιστήμιο του ΜακΓκίλ, συνδυάζοντας τις σπουδές της στην χώρα της Βορείου Αμερικής. Στη Εθνική μας ομάδα αγωνίστηκε για 17 χρόνια και στην διάρκεια της καριέρας της απέκτησε το προσωνύμιο… “θηλυκός Γκάλης”, το οποίο ήταν ενδεικτικό του ταλέντου της και την ευχέρειας που είχε να βάζει την μπάλα στο καλάθι,. Η “Magic Annie” κέρδισε δέκα πρωταθλήματα, είχε δυο συμμετοχές σε ευρωπαϊκά φάιναλ φορ αλλά και πολλές προσωπικές επιτυχίες.
Όλα ξεκίνησαν σε ηλικία μόλις 11 ετών, όταν κι έκανε τα πρώτα της βήματα στον χώρο του μπάσκετ με την ομάδα της Γλυφάδας. Όπως αναφέρει η ίδια, η μεγάλη της αδερφή και ο πατέρας της ήταν εκείνοι που της έδειξαν τον δρόμο προς τον αθλητισμό: «Η οικογένεια μου ήρθε από την Αίγυπτο το 1968. Ο πατέρας μου ήταν γυμναστής στο ACS (American Community Schools of Athens), και πάντα προσπαθούσε να μας μυήσει στον αθλητισμό. Ξεκινήσαμε, η αδερφή μου και εγώ από τον στίβο, καθώς ο πατέρας μου ήταν πρωταθλητής στην Αίγυπτο, αλλά εμάς μας άρεσε το μπάσκετ. Όταν η αδερφή μου (τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη), έπαιζε στην ομάδα του σχολείου, έκανε ένα φιλικό αγώνα η ομάδα της Γλυφάδας με την ομάδα του σχολείου. Εκεί, την είδαν, και ζήτησαν από τον πατέρα μου να κάνουν δελτίο σε εκείνη», εξηγεί η ίδια.
«Ο πατέρας μου τότε, τους είπε να κάνουμε δελτίο στην Σοφία, αλλά με έναν όρο: Όταν η Σοφία κάνει προπόνηση να έρχεται μαζί της και η Άννη, να παίζει, να βλέπει και να μαθαίνει. Με αποτέλεσμα, όταν η αδερφή μου έκανε προπόνηση, εγώ καθόμουν και σούταρα στις πλαϊνές μπασκέτες. Όταν με είδαν, είπαν στον πατέρα μου «θέλουμε και την Άννυ» και έτσι ξεκίνησα να παίζω στην Γλυφάδα, σχεδόν 12 χρονών. Τότε ήταν που συμμετείχα και στο πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα.»
Σε ηλικία μόλις 15-16 χρονών πήρε μέρος στον πρώτο της αγώνα με την εθνική Ελλάδας: «Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε εθνική ομάδα. Υπήρχε μικτή Αττικής, μικτή Βορείου Ελλάδας. Όταν ήμουν 15-16 χρονών αποφασίστηκε να γίνει μια εθνική γυναικών. Επειδή επί σειρά ετών δεν είχαμε εθνικές ομάδες, μας επέτρεψαν να συμμετάσχουμε στο βαλκανικό πρωτάθλημα εθνικών ομάδων νεανίδων και με γυναίκες. Την εποχή εκείνη οι χώρες των Βαλκανίων είχαν πολύ δυνατές ομάδες γιατί ακόμα ήταν ενωμένες χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Γιουγκοσλαβία. Για να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε ξανά τις εθνικές μας, με την ομάδα των γυναικών, πήγαμε στο βαλκανικό νεανίδων.»
Το 1979 η Άννη Κωνσταντινίδου αποφοίτησε από το λύκειο του ACS, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε μπάσκετ ανταγωνιστικά. Η ίδια εξηγεί πως την βοήθησε το σχολείο στο να συνδυάσει τις ακαδημαϊκές τις σπουδές με το μπάσκετ, ενώ αναφέρει και τον “άγραφο νόμο των γονιών της. «Το ACS, ήταν ανέκαθεν ένα σχολείο το οποίο στήριζε τον αθλητισμό. Η κουλτούρα του σχολείου έχει στόχο να συνδυάσει τον αθλητισμό με τις ακαδημαϊκές σου υποχρεώσεις. Φυσικά, έχοντας κατά την άποψή μου, τις σωστές προτεραιότητες. Πρώτα το σχολείο και μετά ο αθλητισμός. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός και οι γονείς μου πάντα απαιτούσαν να είμαι καλή μαθήτρια, και – αν και δεν είχε ειπωθεί – αυτό ήταν και ο όρος για να παίζω μπάσκετ», μας λέει και συνεχίζει.
«Το ACS είναι ένα σχολείο το οποίο προετοιμάζει τα παιδιά πολύ καλά για το μέλλον, το βήμα του πανεπιστημίου στο εξωτερικό, και θεωρώ ότι με βοήθησε να πάρω τότε τις σωστές βάσεις για το πανεπιστήμιο του McGill, όπου και συνέχισα να είμαι καλή μαθήτρια.»
Όσον αφορά στα χρόνια της στον Καναδά, η ίδια δηλώνει πως συνέχισε να δουλεύει σκληρά και στο μπάσκετ, αλλά και στις σπουδές τις, πειθαρχώντας πιστά σε ένα πρόγραμμα. «Η ζωή μου ήταν τα μαθήματα, οι σπουδές μου και το μπάσκετ. Δεν μπορώ να πω ότι είχα μια τρελή κοινωνική ζωή, καθώς δεν είχα και τον χρόνο. Όποιος παίζει σε ένα ψηλό μπασκετικό επίπεδο, όπως και τώρα, έχει ταξίδια, σαββατοκύριακα τα ξεχνάς, διότι αν δεν έχεις αγώνες εντός έδρας θα πρέπει να πας το λεγόμενο ‘road trip’. Επίσης, θυμάμαι ότι είχα γράψει μια ολόκληρη εργασία στο τρένο πηγαίνοντας για Τορόντο. Οι ελεύθερες ώρες που είχα ήταν πολύ περιορισμένες.»
Αναπολώντας τα εφηβικά της χρόνια, η ίδια αποκαλύπτει πως δεν είχε κάποιον αγαπημένο αθλητή, αλλά ο πατέρας της ήταν αυτός που την έκανε να αγαπήσει τον αθλητισμό και ιδιαίτερα το μπάσκετ: «Δεν μπορώ να πω ότι τότε υπήρχε κάποιος, που να έλεγα «θέλω να γίνω σαν αυτόν». Μετά την Γλυφάδα, πήρα μεταγραφή στο Σπόρτινγκ, αλλά την πήρα αφού είχα φύγει για τον Καναδά. Τότε, άρχισα να ακούω για τον Γκάλη. Όταν εγώ έφυγα, εκείνος ερχόταν. Η δικιά μου γενιά έζησε και αγάπησε τον Γκάλη, αλλά για να πω την αλήθεια, αυτός που με έκανε να αγαπήσω τον αθλητισμό και το μπάσκετ, ήταν ο πατέρας μου. Ωστόσο, και το ACS, το σχολείο μου, ήταν ένας χώρος, που με έσπρωξε στο να κάνω διάφορα αθλήματα και να ασχοληθώ με τον αθλητισμό, βοηθώντας με σημαντικά».
Πως, όμως, άλλαξε το μπάσκετ μετά την επιτυχία του 1987 στην Ελλάδα: «Ο Γκάλης άλλαξε το μπάσκετ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε μπάσκετ πριν τον Γκάλη. Το 1968 υπήρχε η ομάδα της ΑΕΚ που κέρδισε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα τότε στο Παναθηναϊκό στάδιο. Υπήρχαν και άλλες επιτυχίες που ίσως με το πέρασμα τον χρόνων να μην έχουν μείνει έντονα στην ιστορία του μπάσκετ, αλλά και πάλι υπήρχε μπάσκετ πριν τον Γκάλη και το ‘87. Για εμένα, ο Γκάλης κατάφερε να “μπει” στα σπίτια όλης της Ελλάδας. Τότε που έπαιζε με τον Άρη και γινόντουσαν οι τηλεοπτικές μεταδόσεις, ο Άρης έπαιζε κάθε Πέμπτη. Κάθε Πέμπτη λοιπόν όλη η Ελλάδα παρακολουθούσε τον Γκάλη και τον Άρη» θυμάται η ίδια.
«Το ‘87 ήταν κάτι το απίστευτο. Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα των 11 εκατομμυρίων και το να κερδίσει τότε κολοσσούς όπως την Ρωσία, την Γιουγκοσλαβία, ήταν κάτι το αδιανόητο! Από εκεί και πέρα αυτή η παρέα του ’87 (Γκάλης, Γιαννάκης, Χριστοδούλου, Φασούλας, Φιλίππου) και πιο συγκεκριμένα ο Γκάλης, έφερε έναν επαγγελματισμό που δεν υπήρχε στην Ελλάδα. ΄Ήταν ένας σωστός επαγγελματίας, ένας άνθρωπος που έδειξε σε όλους ότι το να έχεις ένα όραμα, να θες το ακατόρθωτο, μπορεί τελικά να γίνει. Μετά την επιτυχία του ‘87, όπου έβλεπες ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ, έβλεπες παιδάκια να παίζουν, υπήρχε μια εθνική περηφάνια η οποία μεταδόθηκε σε όλον τον κόσμο και στις επόμενες γενιές. Ήταν μια εποχή που άλλαξε πολλά δεδομένα.»