Του Άρη Μπάρκα/ info@eurohoops.net
Υπάρχει ένας Ευρωπαίος προπονητής που έφτασε να γίνει χεντ κόουτς στο ΝΒΑ και ένας πρωταθλητής της Ευρωλίγκας που έκανε το ίδιο. Αμφότερες οι περιπτώσεις όμως θεωρούνται μοναδικές και ακόμα απέχουμε πολύ από το να δούμε έναν γεννημένο στην Ευρώπη προπονητή να γίνεται ο πρώτος που θα πάρει τη δουλειά του πρώτου προπονητή στο ΝΒΑ μετά μία πετυχημένη πορεία στην Ευρωλίγκα.
Όχι επειδή οι Ευρωπαίοι δεν έχουν τα προσόντα. Το αντίθετο. Η τρέχουσα λογική μάλιστα υπαγορεύει να έχεις έναν Ευρωπαίο ως ασίσταντ κόουτς στο ΝΒΑ, αλλά ως εκεί ακόμα κι αν μιλάμε για τον Έτορε Μεσίνα και τον Σέρτζιο Σκαριόλο.
Ο Εργκίν Αταμάν ήταν ο τελευταίος που “μπλέχτηκε” σε αυτή την διαδικασία αλλά με απογοητευτικά αποτελέσματα.
Πρόσφατα, ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και ο Δημήτρης Ιτούδης “ακούστηκαν” ως υποψήφιοι πρώτοι προπονητές, αλλά τίποτα δεν συνέβη.
Και μοιάζει απίθανο για οποιονδήποτε κόουτς να πάρει μία ευκαιρία, αν πρώτα δεν περάσει από το ρόλο του ασίσταντ.
Μπορεί, λοιπόν, αυτό χάσμα να γεφυρωθεί; Θα εξαρτηθεί από την προθυμία ενός Ευρωπαίου προπονητή να κάνει παραχωρήσεις κι από τις ομάδες του ΝΒΑ να ποντάρουν σε αυτόν.
Το γεγονός πως ο Ιγκόρ Κοκόσκοφ και ο Ντέιβιντ Μπλατ (Σανς και Καβαλίερς) δεν τα κατάφεραν να επιβιώσουν, αποτελεί ήδη ένα πρόβλημα για τους επόμενους.
Ο Κοκόσκοφ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σερβία, αλλά πήγε στις ΗΠΑ από τα 28 του χρόνια, έγινε βοηθός προπονητής στο NCAA και στο ΝΒΑ για συνολικά 19 χρόνια, πριν πάρει την ευκαιρία ως χεντ κόουτς.
Ο Κοκόσκοφ θεωρείται “Αμερικανός” από το ευρωπαϊκό μπάσκετ και η αλήθεια είναι ότι δεν προσαρμόστηκε στον τρόπο που εργάζονται πίσω στην Ευρώπη. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ξαφνικά έφυγε από τη Φενέρ, όπου βρέθηκε τη σεζόν 2020-21 κι επέστρεψε στο ΝΒΑ ως ασίσταντ ξανά, πρώτα στο Ντάλας και μετά στο Μπρούκλιν.
Ο Μπλατ είναι Αμερικανο-ισραηλινός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βοστόνη. Έπαιξε κολεγιακό μπάσκετ στο Πρίνστον από το 1977 ως το 1981 υπό τον κόουτς Πιτ Κάριλ. Υπήρχε πάντα ως ενδεχόμενο να έπαιρνε μία ευκαιρία στο ΝΒΑ. Και μάλλον ήταν άτυχος όταν οι Καβς υπέγραψαν τον ΛεΜπρόν Τζέιμς ξανά.
Ο Μπλατ – που είχε παραδεχτεί πως θα μπορούσε να κάνει καριέρα διπλωμάτη- είχε πάντα τον τρόπο να επικοινωνεί με τους παίκτες του. Ο ΛεΜπρόν όμως ήταν μία εντελώς διαφορετική ιστορία. Ο Μπλατ προσλήφθηκε για να εξελίξει μία νεανική ομάδα και τα πάντα άλλαξαν όταν ο Τζέιμς αποφάσισε να επιστρέψει στο Κλίβελαντ. Ξαφνικά ο Μπλατ έγινε αναλώσιμος και αντικαταστάθηκε από τον Τάι Λου.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Οι δύο προπονητές δεν τα κατάφεραν.
Τείνουμε, βέβαια, να ξεχάσουμε πως ο “πιονέρος” ήταν ο Μάικ Ντ’Αντόνι, ο θρύλος της Ολίμπια Μιλάνο, δύο φορές πρωταθλητής Ευρώπης κι επίσης διεκδικητής του Φάιναλ Φορ ως προπονητής και νικητής στο Eurocup και το Κόρατς. Όλα αυτά πριν μετακινηθεί στο ΝΒΑ όπου και πάλι διεκδίκησε τον τίτλο, δύο φορές το 2005 και το 2017.
Παρόλα αυτά, ο Ντ’Αντόνι (με ιταλικό διαβατήριο) όπως και ο Μπλατ, έπαιξε κολεγιακό μπάσκετ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δυτική Βιρτζίνια, οπότε ποτέ δεν θεωρήθηκε “ξένος” στο ΝΒΑ.
Υπάρχει επίσης η γενική ιδέα πως το ΝΒΑ είναι η λίγκα των παικτών και στην Ευρώπη επιβάλλεται ο νόμος του προπονητή, με τους κόουτς να έχουν τη δύναμη που διαθέτουν οι αντίστοιχοι στο NCAA. Είναι τουλάχιστον μερικώς αληθινό αυτό κι όντως η δύναμη των σταρ του ΝΒΑ είναι ασύγκριτη αλλά είναι μία προσέγγιση που αδικεί και τους κόουτς του ΝΒΑ και τους σταρ της Ευρωλίγκας.
Με το ΝΒΑ να παίρνει τα ταλέντα από όλο τον κόσμο, είναι θέμα χρόνου για έναν προπονητή της Ευρωλίγκας να τα καταφέρει επιτέλους. Άλλωστε, ένας σεβαστός αριθμός ευρωπαίων προπονητών αποτελούν μέρος του προσωπικού των ομάδων στο Summer League.
Αυτή τη στιγμή, όμως, φαίνεται πως δεν έχει έρθει η κατάλληλη εποχή.
Ένας πασίγνωστος προπονητής της Ευρωλίγκας είχε περάσει από συνέντευξη πριν λίγο καιρό για τη θέση του χεντ κόουτς σε ομάδα του ΝΒΑ. Δεν πήρε τη δουλειά, παρότι θεωρείτο ισχυρό φαβορί.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η εξήγηση που πήρε για την αδυναμία συμφωνίας: “Είσαι σπουδαίος προπονητής αλλά έχεις έντονες αντιδράσεις και δεν χαμογελάς αρκετά. Αυτό είναι ένα πρόβλημα, επειδή χάνουμε αρκετά παιχνίδια και αυτό θα έχει αντίκτυπο στους φιλάθλους μας”.
Στην Ευρώπη, όταν χάνεις και χαμογελά… ίσως να απολυθείς αμέσως μετά.