Του Μάνου Φυρογένη/ info@eurohoops.net
Το ευρέως αναγνωρίσιμο μότο “Γάλατα υπάρχουν πολλά, ΝΟΥΝΟΥ όμως ένα” στροβιλίζει το μυαλό όταν πρόκειται για μια συνθήκη κοινής αποδοχής. Αντικειμενικότητα όμως σε εύρος επιλογών δεν υπάρχει. Η αέναη αυτή κουβέντα θα μπορούσε να… ανακυκλώνεται για ώρες, μέρες και άκρη δεν θα βγει. Όχι ως προς τα γάλατα. Το γούστο είναι το ζητούμενο, η οπτική.
Οι μεν στην κορυφαία ομάδα που μπιστούσε τη μπάλα και έχει βγάλει ποτέ η “γηραιά ήπειρος” – όχι προϊστορικά – θα πουν τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς, οι δε τον Ολυμπιακό της πενταετίας 2012-17 του Σπανούλη, του Πρίντεζη και των παρατρεχάμενών τους. Άλλοι πάλι, θα ισχυριστούν τη Μακάμπι των πρώτων ετών της νέας χιλιετίας με τρεις κατακτήσεις σε πέντε χρόνια, ούσα πάντα παρούσα. Για τους πιο παλιούς όμως, μία είναι η ομάδα – θρύλος. Αυτή που επαναπροσδιόρισε το άθλημα, το έβαλε σε άλλες ράγες.
Η σπουδαία Γιουγκοπλάστικα ή Κροάσια Σπλιτ αν προτιμάτε στα καταχωνιασμένα ληξιαρχεία ή ακόμα και Ποπ 84′ για εμπορικούς σκοπούς, όπως και την πει κάποιος, ένα δέος θα τον κυριεύσει. Άτρωτη την τριετία 1989-91, απροσπέλαστη, πρωτοπόρος στη σύγχρονη εποχή.
Όλες οι θρυλικές μορφές της… καρπερής Γιουγκοσλαβίας βρίσκονταν στους κόλπους της. Συνέθεταν ένα σύνολο που προκαλούσε φόβο και τρόμο όχι μόνο στην Ευρώπη, ακόμα και στην αντίπερα όχθη του ωκεανού. Και αυτό δεν λέγεται χάριν υπερβολής. Λόγια του Νταγκ Μόου είναι.
“Έπρεπε να είχαν κερδίσει. Νομίζω ότι κάποιος έκλεψε στο σκορ γιατί με το μέτρημά μου σκόραραν κάθε φορά. Και ακόμα κι αν σκοράραμε εμείς κάθε φορά, το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να έρθουμε ισόπαλοι”, είχε πει τότε μεταξύ άλλων μια βραδιά σαν και αυτή, 34 χρόνια πίσω ο τεχνικός των Ντένβερ Νάγκετς και πρόσθεσε:
“Δεν θυμάμαι να μπορούμε να τους σταματήσουμε. Σκόραραν κατά βούληση. Ήταν σαν να κάνουν προπόνηση στα λέι απ. Περνούσαν από δίπλα μας, έπαιρναν ελεύθερα σουτ. Όσο κακή ήταν η άμυνά μας άλλο τόσο πρέπει να ήταν και η δική τους, για να κερδίσουμε εμείς .
Έπαιξαν καλύτερα από όλες τις ομάδες του ΝΒΑ που παίζουν εναντίον μας επιθετικά. Έπαιξαν τόσο καλή επίθεση όσο και οι καλύτερες ομάδες του ΝΒΑ. Απίθανοι”.
Η παραδοχή
Οι φιλικές αναμετρήσεις, για εμπορικούς φυσικά λόγους, ανάμεσα σε ομάδες του μαγικού κόσμου του NBA και τις καλύτερες της Ευρώπης δεν είναι φαινόμενο του σήμερα. Μία λοιπόν αφορμή για να συμβεί αυτή η…. μάζωξη στη “γηραιά ήπειρο”, δινόταν από το Mcdonald Championship, ενίοτε Open.
Διαφορετικοί κάθε φορά εκπρόσωποι από την αμερικανική λίγκα έδιναν ραντεβού με την πρωταθλήτρια ομάδα και δύο ακόμα ισχυρές της κορυφαίας ευρωπαϊκής λίγκας, στα πλαίσια σύμπνοιας για ένα ενιαίο προϊόν. Ένα καθιερωμένο τουρνουά που έλαβε χώρα συνολικά 9 φορές (1987-91 κάθε χρόνο και μετά κάθε δύο) και στο οποίο εμφανίστηκε κάποτε (1997) και ο πρωταθλητής Ολυμπιακός που έμελλε να παίξει με τους Μπουλς του Τζόρνταν.
Το 1989 ήταν σειρά των Νάγκετς να περάσουν τον ωκεανό. Οι νυν πρωταθλητές, μέχρι να εμφανιστεί ο Γιόκιτς στο διάβα τους, είχαν ως παράσημο την εποχή του Νταγκ Μόου (1980-90), όπου έλαμπε ο Άλεξ Ίνγκλις μαζί με τον Βαντεβέγκε και έπειτα τον Φατ Λέβερ.
Την περίοδο εκείνη, οι Ντένβερ έπαιζαν το πιο ελκυστικό στο μάτι μπάσκετ της εποχής. Μία επίθεση που σάρωνε τα πάντα. Μία εκτελεστική πανδαισία που τη σεζόν 1986-87 έκανε μέχρι και 54 νίκες στην κανονική διάρκεια.
Και το 3ο McDonald Open λοιπόν κατέληξε σε αμερικανικά χέρια (Μπακς και Σέλτικς είχαν κάνει την αρχή) με τους προικισμένους Νάγκετς να τα βρίσκουν σκούρα στη Ρώμη αλλά να κάμπτουν την αντίσταση της Γιουγκοπλάστικα με 135-129 στο φινάλε αν και βρέθηκαν να κυνηγούν διαφορά μέχρι και 15 πόντων στα μέσα της τρίτης περιόδου. Το σκορ υποδεικνύει χαρακτηριστικά την έφεση των δύο ομάδων στο σκοράρισμα, αναγκάζοντας τον τεχνικό του Ντένβερ να μιλήσει με… διθυραμβικά σχόλια για την Γιουγκοπλάστικά των Ράτζα (29 πόντους τη νύχτα εκείνη), Ντούσκο Ιβάνοβιτς (31 π.), Κούκοτς (17 π. και 6 ασίστ) και των άλλων παιδιών. Όχι και καθημερινό φαινόμενο για μια φυλή που αδιαλείπτως σνομπάρει οτιδήποτε μη αμερικανικό.
Διαβάστε επίσης: