“Ο τελευταίος χορός” είναι ένα ερωτικό γράμμα στο ΝΒΑ του 1980 και του 1990

2020-04-22T18:26:53+00:00 2020-04-25T00:01:37+00:00.

Aris Barkas

22/Apr/20 18:26

Eurohoops.net

Το Eurohoops είδε τα πρώτα πέντε επεισόδια του “Last Dance” και προειδοποιεί – χωρίς spoiler – ότι αποκλείεται να μην βουρκώσετε.

Του Aρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net

Όταν ανακοινώθηκε η δημιουργία του “Last Dance” σχεδόν πριν από δύο χρόνια, πολλοί περίμεναν ένα ντοκιμαντέρ που θα περιείχε τα “μυστικά” οπτικοακουστικά αρχεία της τελευταίας σεζόν του Μάικλ Τζόρνταν στο Σικάγο.

Αν κάποιος χρησιμοποιήσει αυτό το κριτήριο για την όποια κριτική του, τότε ίσως απογοητευτεί. Ναι, υπάρχει άφθονο αρχειακό υλικό, αλλά στην πραγματικότητα τίποτα άγνωστο, τουλάχιστον στα πρώτα πέντε επεισόδια που το Netflix και το ΝΒΑ διέθεσε στο Eurohoops πριν την επίσημη πρεμιέρα του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου μέρους. Η καρδιά και η ουσία, όμως, του καλύτερου ντοκιμαντέρ που έχει πιθανότατα δημιουργηθεί για το μπάσκετ βρίσκεται αλλού.

Η πρώτη εικόνα που βλέπει κανείς είναι ο Μάικλ Τζόρνταν. Μόνος του στο τεράστιο σπίτι του, απέναντι σε μια κάμερα. Και τα όσα συμβαίνουν για πέντε επεισόδια στο λευκό σαλόνι του “Αιρ” αποτελούν το κέντρο των πάντων. Οι αντιδράσεις του Τζόρνταν, ειδικά όταν βλέπει τις συνεντεύξεις άλλων, λένε πολλά περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς. Και το σημαντικότερο είναι ότι δεν τον κάνουν λιγότερο απόλυτο ή περισσότερο συμπαθή από όσο γνωρίζαμε.

Ο απόλυτος μονάρχης του ΝΒΑ, μια φιγούρα larger-than-life που ξεκινά την καριέρα του περίπου ως αφελής ταλαντούχος νεαρός για να καταλήξει μια μονομανής μηχανή παραγωγής μεγαλείου είναι η επιτομή του σύγχρονου επαγγελματία αθλητή.

Συγκεκριμένος, σίγουρος, χωρίς να μετανιώνει για τίποτα και χωρίς να ανασκευάζει ακόμα και πράγματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εις βάρος του, δεν πρωταγωνιστεί σε μια αγιογραφία, έστω κι αν είναι σαφέστατα το πρώτο βιολί για μια ακόμα φορά.

Αντίθετα τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του – ο εγωισμός του, η τεράστια ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης έναντι του πατέρα του, η ώθηση όχι απλά να κερδίσει, αλλά να συντρίψει τον αντίπαλο – ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να προβληματίζουν και να τρομάζουν, στην πραγματικότητα αποτελούν τεράστιο μέρος της γοητείας του.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, στοιχείο αυτής της γοητείας παραμένει το μπάσκετ. Για την ακρίβεια ο τρόπος που έπαιζε και αντιμετώπιζε το άθλημα, η εντυπωσιακή φινέτσα του στο γήπεδο, η σαρωτική του παρουσία όταν έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του και το τελείωνε, χωρίς κανένας και ποτέ στους τελικούς του ΝΒΑ να μπορέσει να τον σταματήσει.

Το ΝΒΑ χρειαζόταν έναν απίστευτο συνδυασμό χαρίσματος. ταλέντου και αποτελεσματικότητας για να καταφέρει να ξεπεράσει την στρατόσφαιρα, στην οποία το εκτόξευσαν ο Μάτζικ Τζόνσον και ο Λάρι Μπερντ την δεκαετία του 1980. Ακόμα και τώρα μοιάζει τρελό, αλλά μπόρεσε να τον βρει σχεδόν άμεσα στο πρόσωπο του Μάικλ Τζόρνταν, ο οποίος έκανε το ΝΒΑ αυτό που είναι σήμερα. Μέχρι κάποιος άλλος να καταφέρει περισσότερα στον συγκεκριμένο τομέα, η συζήτηση για τον GOAT έχει λήξει πριν καν ξεκινήσει.

Και αυτό ακριβώς δείχνει το ντοκιμαντέρ, παράλληλα με την εξιστόρηση της τελευταίας σεζόν των Μπουλς του Τζόρνταν.

Τα πρώτα πέντε επεισόδια

Στο πρώτο και το δεύτερο επεισόδιο, όπου δεν υπάρχει πια θέμα spoiler, τα πράγματα είναι απλά. Στο πρώτο επεισόδιο γνωρίζουμε τον Τζόρνταν και τους “αντιπάλους” του, τον ιδιοκτήτη των Μπουλς Τζέρι Ράινσντορφ και τον τζένεραλ μάνατζερ Τζέρι Κράους. Καμία έκπληξη μέχρι εδώ, ειδικά η αντιπάθεια όλου του αγωνιστικού τμήματος των Μπουλς προς τον Κράους είναι πασίγνωστη και παροιμιώδης.

Ουσιαστικά, όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους “κακούς”, ο Κράους είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος του Τζόρνταν. Είναι εντυπωσιακό το πόσο μοιάζουν οι χαρακτήρες τους, αλλά το γεγονός ότι ο Κράους δεν είναι επικοινωνιακά χαρισματικός, τον καταδικάζει να βρίσκεται στη σκιά της ομάδας και να θεωρεί μόνιμα ότι δεν έχει την αναγνώριση και τον σεβασμό που του αξίζει, όχι πάντα άδικα.

Το ντοκιμαντέρ, ενώ σαφέστατα μοιράζει τους “ρόλους”, δεν παίρνει τόσο σαφή θέση και αφήνει τους ίδιους τους πρωταγωνιστές να φωτίσουν τη δική τους αλήθεια. Ο Κράους ήθελε να διαλύσει τους Μπουλς μετά το καλοκαίρι του 1998, όχι για να εκδικηθεί κάποιον – εκτός ίσως από τον προπονητή Φιλ Τζάκσον, στον οποίο καταλόγιζε ότι δεν του είναι ευγνώμων για την ευκαιρία που του έδωσε – αλλά γιατί οι περισσότεροι παίκτες είχαν πατήσει τα 30 και το ρόστερ χρειαζόταν ανανέωση.

Ο Τζόρνταν πήρε την πλευρά του Τζάκσον, και τα υπόλοιπα πια είναι ιστορία.

Στο δεύτερο επεισόδιο, ο Σκότι Πίπεν βρίσκεται στο επίκεντρο, ένας παίκτης που ωφελήθηκε αλλά και επισκιάστηκε από τον Μάικλ Τζόρνταν, με την ανασφάλεια του ακόμα και στις σημερινές συνεντεύξεις να είναι εμφανής. Ο Πίπεν είχε ανάγκη από έναν Τζόρνταν για να τον οδηγήσει, όσο και ο Τζόρνταν είχε ανάγκη έναν συνοδοιπόρο σαν τον Πίπεν για να φτάσει στην κορυφή.

Εδώ έχουμε και τα πρώτα αρχειακά υλικά – τα οποία δεν προέρχονται από την σεζόν 1997-98 – που είναι πραγματικά σπάνια και σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Ο νεαρός Πίπεν να οργιάζει στο μικρό κολέγιο Σέντραλ Αρκάνσας και στη συνέχεια ως ρούκι στα αποδυτήρια των Μπουλς να τρώει ένα χαστούκι “για πλάκα” από τον “σωματοφύλακα” και κολλητό του Τζόρνταν, Τσαρλς Οκλι. Παρότι το χτύπημα δεν είναι βίαιη ή σοκαριστική εικόνα, όσοι έχουν επιδερμική σχέση με τον αθλητισμό καταλαβαίνουν από αυτή ότι οι ισορροπίες και οι σχέσεις στα αποδυτήρια δεν είναι αυτές μιας “φυσιολογικής” δουλειάς.

Στο πρώτο επεισόδιο ακούγεται και ο φοβερός χαρακτηριστικός “περιπλανόμενο τσίρκο κοκαϊνης” για τους Μπουλς της πρώτης σεζόν του”Αιρ”, με τον ίδιο τον Τζόρνταν να παραδέχεται ότι τα μάτια του είχαν δει τέρατα. Κοινώς, ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο επαγγελματικός αθλητισμός και ειδικά το μπάσκετ στις ΗΠΑ, παρέμενε στιγματισμένος. Σε οικονομική επίπεδο παρέμεινε μια αλλόκοτη βιοτεχνία με ελάχιστα κέρδη.

Στο τρίτο επεισόδιο το επίκεντρο είναι ο Ντένις Ρόντμαν, στο τέταρτο ο Φιλ Τζάκσον και για το πέμπτο το μόνο που μπορώ να γράψω είναι πως μπορεί από το πρώτο πλάνο να δακρύσετε.

Και τα πέντε επεισόδια περιγράφουν πρόσωπα και σημεία-κλειδιά στην πορεία του “τελευταίου χορού” με το πέμπτο να τοποθετείται περίπου στη μέση της σεζόν.

Όπως και στα δύο πρώτα επεισόδια, υπάρχουν πάρα πολλές αναδρομές στο παρελθόν που δείχνουν όχι μόνο την ιστορία των Μπουλς και του Τζόρνταν, αλλά ουσιαστικά ολόκληρου του ΝΒΑ φτάνοντας μέχρι το 1992.

Και παράλληλα υπάρχουν όντως στιγμιότυπα από το αεροπλάνο της ομάδας και τα αποδυτήρια, τα οποία είναι μεν απλή καθημερινότητα, αλλά παράλληλα σκιαγραφούν τα όσα συνέβαιναν και ειδικά την βασιλική παρουσία του Τζόρνταν σε όλα τα επίπεδα.

Η μετάβαση στη χρυσή εποχή

Τα ντοκιμαντέρ είναι πάντα δύσκολη υπόθεση, γιατί πρέπει να είναι ενδιαφέροντα μεν, καταγράφοντας την πραγματικότητα δε. Και εδώ μιλάμε για μια πραγματικότητα απόλυτα γνωστή, καταγεγραμμένη και δημοσιευμένη με όλο τον κόσμο να την παρακολουθεί.

Για αυτό και το “Last Dance” είναι απόλυτα πετυχημένο. Αν έχετε γεννηθεί από το 1990 και μετά, τότε θα μάθετε όχι μόνο ποιος ήταν το Τζόρνταν αλλά όλη την εξέλιξη του ΝΒΑ και κατ’ επέκταση του επαγγελματικού αθλητισμού, ο οποίος μέσα σε 20 χρόνια από τις αρχές του 1980 μέχρι τα τέλη του 1990 μετατράπηκε από μπακάλικο σε βιομηχανία δισεκατομμυρίων.

Αν πάλι είστε μεγαλύτεροι, όχι μόνο θα θυμηθείτε και θα συγκινηθείτε, αλλά θα δείτε και όλους τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής όπως δεν τους είχατε ξαναδεί και τότε και σήμερα, να παραμένουν ίδιοι με τα καλά τους και τα κακά τους, αμετανόητοι και χωρίς διάθεση για στρογγυλοποιήσεις.

Και παρότι μέχρι και ο Μπάρακ Ομπάμα εμφανίζεται ξανά και έχει επιχειρήματα για το όλο θέμα, όντως και οι ρεπουμπλικάνοι αγοράζουν παπούτσια. Τα υπόλοιπα, στη μικρή σας οθόνη.

×