Του Γιάννη Γιανναράκη/ info@eurohoops.net
Τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να κλείσει το ρόστερ της ερχόμενης σεζόν βρήκε ο Ολυμπιακός, ολοκληρώνοντας τις μεταγραφικές του κινήσεις με την απόκτηση του Κώστα Σλούκα, ο οποίος επιστρέφει στην ομάδα της καρδιάς του, όντας πλέον το σημείο αναφοράς.
Μπορεί να μην είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που κάνει… comeback στους Πειραιώτες, ωστόσο ο διεθνής γκαρντ είναι η ύστατη απόδειξη της αλλαγής πορείας των ερυθρολεύκων, με αφετηρία την πρόσληψη του Γιώργου Μπαρτζώκα στην τεχνική ηγεσία. O πρωταθλητής Ευρώπης το 2013 κατάφερε φέτος να δημιουργήσει ξανά ένα ανταγωνιστικό ρόστερ, με σαφώς λιγότερες “τρύπες” σε σχέση με πέρυσι, αλλά και απόλυτη μπασκετική λογική, κάτι το οποίο είχε χαθεί από το DNA των Πειραιωτών τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
Ωστόσο, πόσο μπορεί να μοιάζει η φετινή έκδοση των ερυθρόλευκων με την τελευταία που δημιούργησε ο Έλληνας τεχνικός, προτού αποχωρήσει από το “τιμόνι” της ομάδας; Το Eurohoops ρίχνει μια ματιά στο χθες και το σήμερα, σε μια προσπάθεια να καταλάβει το αύριο. Τι συνδέει και τι διαχωρίζει τον τελευταίο και τον… πρώτο Ολυμπιακό του Γιώργου Μπαρτζώκα;
Aρχικά, αξίζει να υπενθυμίσουμε για όποιον μπορεί να το ξεχνά, πως η τελευταία ομάδα που “έχτισε” ο Γιώργος Μπαρτζώκας πριν την φυγή του από τον Ολυμπιακό ήταν εκείνη της σεζόν 2014/15, η οποία εν τέλει έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκα, υπό την καθοδήγηση του Γιάννη Σφαιρόπουλου.
Ο νυν τεχνικός των ερυθρολεύκων πρόλαβε να κοουτσάρει το συγκεκριμένο γκρουπ παικτών μόλις σε ένα επίσημο παιχνίδι, τον περίφημο προημιτελικό του κυπέλλου κόντρα στον Παναθηναϊκό.
Παρότι λοιπόν το δείγμα είναι ελάχιστο, η στελέχωση του ρόστερ αποτελεί δουλεία του ίδιου και των συνεργατών του, οπότε αυτό πρέπει να είναι το δείγμα για την σύγκριση μας. Καταρχάς, ας δούμε τον συσχετισμό Ελλήνων και ξένων παικτών στις δύο ομάδες.
Το 2014, ο Ολυμπιακός δήλωσε στο ρόστερ του ενόψει Ευρωλίγκα εννέα γηγενείς παίκτες (Σπανούλης, Πρίντεζης, Σλούκας, Μάντζαρης, Παπαπέτρου, Αγραβάνης, Κατσίβελης, Χριστοδούλου*, Καββαδάς). Παράλληλα, δήλωσε έξι ξένους παίκτες (Ντάνστον, Χάντερ, Λοτζέσκι, Ντάρντεν, Λαφαγιέτ, Πέτγουει).
Το 2020, ο Ολυμπιακός θα δηλώσει με τα σημερινά δεδομένα 10 γηγενείς παίκτες (Σπανούλης, Πρίντεζης, Σλούκας, Παπανικολάου, Βεζένκοφ*, Χαραλαμπόπουλος, Λαρεντζάκης, Κόνιαρης**, Νικολαΐδης, Χρηστίδης) και έξι ξένους (Έλις, Μάρτιν, ΜακΚίσικ, Χάρισον, Ζαν-Σαρλ, Τζένκινς).
*Χριστοδούλου (Κύπρος) και Βεζένκοφ (Βουλγαρία) θα θεωρηθούν γηγενείς για ευνόητους λόγους, όπως η σύνδεση με την χώρα μας και η επικοινωνία με τους συμπαίκτες τους.
**Υπάρχει έντονη φημολογία για δανεισμό του Αντώνη Κόνιαρη, οπότε το όνομα του μπορεί αργότερα να αφαιρεθεί από την εξίσωση.
Εκ πρώτης όψεως, υπάρχουν κάποιες διαφορές αλλά και εμφανείς ομοιότητες. Η σημαντικότερη διαφορά είναι ο αριθμός των πρωτοκλασάτων Ελλήνων παικτών, καθώς τη σεζόν 2014/15 τέσσερις αγωνίζονταν τουλάχιστον 15 λεπτά (Σπανούλης, Πρίντεζης, Μάντζαρης, Σλούκας). Την φετινή σεζόν, παρά το γεγονός πως δεν έχουμε χειροπιαστά στοιχεία, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε πως πέντε γηγενείς θα αγωνίζονται πάνω από 15 λεπτά ανά αγώνα (Σλούκας, Παπανικολάου, Σπανούλης, Πρίντεζης, Βεζένκοφ).
Ακόμα μια διαφορά είναι η εμπειρία των ξένων παικτών, καθώς οι Αμερικανοί παίκτες του Ολυμπιακού το 2014 μετρούσαν τουλάχιστον μια σεζόν παρουσίας στην Ευρωλίγκα, με μοναδική εξαίρεση τον Μπρεντ Πέτγουει. Η φετινή φουρνιά ξένων μετράει δύο παίκτες με προϋπηρεσία στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση (Τζένκινς, Ζαν-Σαρλ), δύο με παρουσίες μετρημένες στα… δάχτυλα (επτά ο Έλις, τρεις ο ΜακΚίσικ) και δύο… rookies στο κορυφαίο επίπεδο, που προέρχονται από το EuroCup (Χάρισον, Μάρτιν).
Πάμε τώρα να αναλύσουμε διεξοδικά τις ομοιότητες των δύο ρόστερ. Πέραν της πλέον φανερής, που είναι η αναλογία Ελλήνων και ξένων, φαίνεται πως υπάρχει σχετική ομοιότητα και στην κατανομή των παικτών ανά θέση, με βάση τα πρότυπα του μπάσκετ της εκάστοτε εποχής. Αυτό βέβαια, απαιτεί ενδελεχή επεξήγηση, οπότε πάρτε μερικά ποπ-κορν και ελάτε στην παρέα.
Ο ηγέτης στα γκαρντ
Παρά το γεγονός πως έξι χρόνια στο σύγχρονο μπάσκετ μοιάζουν με αιωνιότητα, ο βασικός κανόνας του αθλήματος δεν έχει αλλάξει: Δίχως γκαρντ πρώτης γραμμής, δεν μπορείς να φτάσεις στην κορυφή.
Η ραγδαία εξέλιξη του τριπόντου έχει ενισχύσει ακόμα περισσότερο αυτό τον κανόνα και οι ερυθρόλευκοι, μετά από δύο χρόνια ατυχών επιλογών (Ουίλιαμς-Γκος, Μπόλντουιν) κατάφεραν να καλύψουν το κενό αυτό με απόλυτη επιτυχία. Ο Κώστας Σλούκας επέστρεψε στον Πειραιά μετά από πέντε χρόνιας απουσίας και σίγουρα είναι ένας τελείως διαφορετικός παίκτης από εκείνον που ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη το 2015. Καλύτερος σωματικά και πνευματικά, ο 30χρονος γκαρντ έχει ανέλθει με το “σπαθί” του στην ελίτ των κοντών της Ευρώπης και όντας στο peak του, επιστρέφει στην ομάδα που ανδρώθηκε για να πάρει την σκυτάλη από τον Βασίλη Σπανούλη.
Ο Σλούκας του 2020, παρότι μπορεί να μην έχει το πακέτο που μας παρουσίασε ο “Kill-Bill”, βρίσκεται στο απόγειο της απόδοσης του, όντας τρία χρόνια νεαρότερος από τον Σπανούλη του 2014. Τώρα θα μου πείτε πως η ηλικία είναι κάτι που δεν παίζει ρόλο στην περίπτωση του Λαρισαίου γκαρντ και δεν μπορώ να σας βγάλω ψεύτες.
Τέλος, ας αναφέρουμε τα παρόμοια χαρακτηριστικά στο παιχνίδι τους, αλλά και τον χαρακτήρα του ηγέτη. Ίσως θεωρείται ιεροσυλία να συγκρίνουμε αυτούς στους δύο σε πνευματικό τομέα, όμως μπορούμε σίγουρα να πούμε πως ο Σλούκας έχει μάθει να ανταποκρίνεται στο ρόλο του ηγέτη. Όποιος το αμφισβητεί, ας θυμηθεί τα πεπραγμένα του στο EuroBasket του 2017.
Τα εργαλεία που πλαισιώνουν και οι ορατές διαφορές λόγω εποχής
Ο φετινός Ολυμπιακός έχει τον Σπανούλη σε ρόλο… παίκτη-προπονητή εντός γηπέδου, κάτι το οποίο προφανώς δεν υπήρχε σε τόσο μεγάλο βαθμό πριν έξι χρόνια. Ο αμυντικός εξολοθρευτής του 2014 (Μάντζαρης) είχε πολύ σημαντικότερο ρόλο από εκείνον του 2020 (Τζένκινς), ενώ ο Όλιβερ Λαφαγιέτ δεν μοιάζει σε τίποτα με το δυάρι του φετινού ρόστερ (πιθανότατα ο Χάρισον), τόσο σωματικά όσο και αγωνιστικά.
Από εκεί και πέρα, υπάρχουν όπως πάντα οι φερέλπιδες γηγενείς γκαρντ (Κατσίβελης, Χριστοδούλου τότε, Κόνιαρης και Νικολαΐδης τώρα), ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την περίπτωση του Γιαννούλη Λαρεντζάκη. Ο Έλληνας άσος, όπως και ο Σακίλ ΜακΚίσικ, είναι ένας πολυθεσίτης άσος που μπορεί να αγωνιστεί με την ίδια ευκολία στο “2” και στο “3”. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε το 2014, με μοναδική εξαίρεση σε ορισμένες περιπτώσεις τον Ματ Λοτζέσκι.
Τα τριάρια για… όλες τις δουλειές
Η βασικότερη διαφορά σε σχέση με την ομάδα του 2014 είναι η παρουσία του Κώστα Παπανικολάου. Ο διεθνής φόργουορντ αναμένεται να είναι ο αρχηγός της επόμενης μέρας μαζί με τον Σλούκα και έχει κερδίσει προ πολλού την καρδιά της ερυθρόλευκης εξέδρας. Είναι σαφέστατα πιο ολοκληρωμένος από τον “Παπ” του 2014 και αναμένεται να είναι το βασικό “τριάρι”, μαζί με τον Σακίλ ΜακΚίσικ. Ο Αμερικανός πρόλαβε σε τρεις αγώνες πέρσι να γίνει σύνθημα στα χείλη των οπαδών της ομάδας, μετά και από την καταπληκτική του εμφάνιση κόντρα στον Παναθηναϊκό.
Οι απαιτήσεις θα είναι σίγουρα αυξημένες και ο πρώην παίκτης της Μπεσίκτας γνωρίζει πως πρέπει να σταθεροποιήσει την απόδοση του προκειμένου να βάλει την ομάδα του σε διεκδίκηση ακόμα καλύτερου πλασαρίσματος στην regular season της Ευρωλίγκα. Τρίτος και σίγουρα όχι… καταϊδρωμένος είναι ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ο οποίος ήταν και συνεχίζει να παραμένει ερωτηματικό λόγω των τραυματισμών του. Η ταχεία εξέλιξη της αποθεραπείας του δίνει νέες ελπίδες στους ανθρώπους του Ολυμπιακού, καθώς ο πρώην παίκτης του αιωνίου αντιπάλου έχει σπουδαία προσόντα που πρέπει κάποτε να αξιοποιήσει, για το καλό των Πειραιωτών αλλά και της Εθνικής ομάδας.
Σε πρώτη ανάγνωση, η θέση του “3αριου” είναι καλυμμένη από όλες τις πλευρές, με μοναδική εξαίρεση το μακρινό σουτ, καθώς κανείς εκ των τριών δεν λογίζεται ως σουτέρ, παρότι ο Παπανικολάου πραγματοποίησε σεζόν καριέρας έξω από τα 6.75μ. πέρσι, την ώρα που ο ΜακΚίσικ έδειχνε πως δεν θα αφήνει ατιμώρητο όποιον τον προκαλεί να σουτάρει.
Σε σχέση βέβαια με τους παίκτες που στελέχωναν την ομάδα προ εξαετίας, υπάρχει σαφέστατη διαφορά. Πέραν του Ντάρντεν, του οποίου η αμυντική προσφορά ματσάρεται από τον “Παπ”, ο ΜακΚίσικ δεν μπορεί να θεωρηθεί σουτέρ στο επίπεδο του Λοτζέσκι, γεγονός που υπερκαλύπτει με την διαφορά αθλητικότητας. Όσον αφορά την τρίτη επιλογή, ο… δευτεροετής Ιωάννης Παπαπέτρου είναι σαφώς ποιοτικότερη λύση από τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο του σήμερα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.