Της Eurohoops Team/ info@eurohoops.net
Λίγο καιρό μετά την είσοδο του στο Hall of Fame της FIBA και μερικές μέρες πριν την συμμετοχή της Εθνικής Ομάδας στο Προολυμπιακό τουρνουά του Καναδά (29/6-4/7) ο Παναγιώτης Γιαννάκης βρέθηκε καλεσμένος στο Eurohoops Show του Βαγγέλη Ιωάννου και μίλησε για όλα σε μία πραγματική συνέντευξη-ποταμό!
Ο “Δράκος” του ελληνικού αθλητισμού και του μπάσκετ μίλησε για την προετοιμασία της “επίσημης αγαπημένης” εν όψει Καναδά, τις απουσίες λόγω τραυματισμών και τις δυσκολίες που υπάρχουν λόγω του σύντομου διαστήματος προετοιμασίας, ενώ έκανε μεγάλη αναφορά και στην παραγωγική διαδικασία που υπάρχει στον εγχώριο αθλητισμό.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ακόμα έκανε μία μεγάλη αναφορά στη τεράστια καριέρα του ως παίκτης και προπονητής ενθυμούμενος τα πρώτα χρόνια στη Νίκαια και μετά στον Άρη και στην Εθνική, ενώ αναφέρθηκε στις ευρωπαϊκές συμμετοχές των κίτρινων και του Παναθηναϊκού στο 80’ς και στα 90΄ς.
Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης απασχόλησε την διαδρομή του από όλα τα πόστα στην Εθνική Ομάδα την οποία τίμησε και δόξασε ως παίκτης και προπονητής, ενώ μίλησε και για την πορεία του στους συλλόγους ως head coach σε Μαρούσι, Πανιώνιο και Ολυμπιακό.
Τέλος αποκάλυψε πως πήρε την μεταγραφή από τον Ιωνικό στον Άρη και το ενδιαφέρον που υπήρχε από Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, ενώ στάθηκε και στον Βασίλη Σπανούλη, αλλά και στην προσφορά του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό!
Αναλυτικά η συνέντευξη του Παναγιώτη Γιαννάκη στο Eurohoops Show και στον Βαγγέλη Ιωάννου:
Για την απουσία του Σπανούλη: “Ότι και να πούμε για τον Βασίλη είναι λίγο. Η απλησίαστη καριέρα του δείχνει πόσο αγαπάει αυτό που κάνει και ότι είναι παράδειγμα προς μίμηση και για την κοινωνία. Αυτή η προσπάθεια που γίνεται είναι λίγο όχι όπως θα έπρεπε επειδή υπάρχει λίγος χρόνος, ήρθε ένας νέος κόουτς και θα είναι δύσκολη η προσπάθεια του κόουτς. Και επειδή θα λείπουν και έμπειρα παιδιά, αυτό δυσκολεύει τα πράγματα. Βέβαια και άλλες ομάδες θα έχουν λίγο χρόνο και νέα πρόσωπα και πολύ γρήγορα θα συμμετάσχουν σε ένα τόσο σημαντικό τουρνουά. Θα είμαστε όσο γίνεται καλύτεροι αγωνιστικά, ώστε τουλάχιστον να ωφεληθούμε από την συμμετοχή μας και γιατί όχι να μην παίξουμε σε ένα τόσο μεγάλο τουρνουά”.
Για τις απουσίες: “Θα έπρεπε να γίνει μία πιο μακρόπνοη προσπάθεια, ώστε ακόμα και αν δεν καταφέρουμε να πάμε στην Ολυμπιάδα να έχει χτιστεί κάτι πιο δυνατό για το μέλλον. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας μεγάλος κορμός παιδιών που θα γνωριστούν και ένας τρόπος κοινού παιχνιδιού, ώστε να επανέρχονται στο μικρό διάστημα που θα βρίσκονται μέσω των σύντομων προπονήσεων. Στόχος είναι να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο και του χρόνου. Οι Ομοσπονδίες πρέπει να καταλάβουν πως πρέπει να προσπαθούν για τη δημιουργία ενός προγραμματισμού για το μέλλον με τα παιδιά που υπάρχουν και έρχονται”.
Στη συνέχεια είπε: “Όταν το 2004 φτιάξαμε την ομάδα είχαμε στόχο όλοι να μπουν στη νοοτροπία αντιμετώπισης των αντιπάλων και κοινού τρόπου παιχνιδιού. Μόλις δημιουργήσεις τον τρόπο είναι πολύ εύκολο να μπουν παίκτες με μεγαλύτερο ταλέντο και έτσι θα έρθουν κάποια στιγμή τα μεγάλα αποτελέσματα. Νομίζω ότι όμως υπάρχει δυνατότητα αυτά τα παιδιά όταν θα προστεθούν στο μέλλον αυτοί που δεν μπορούν τώρα, ώστε να γίνουμε δύναμη πρωταθλητισμού”.
“Ελπίζω να πάμε σε άλλο ένα μεγάλο τουρνουά που θα είναι τεράστια επιτυχία. Όλες οι Ομάδες έχουν θέμα και δεν ξέρουμε πως θα παρουσιαστούν και ποιες θα είναι οι δωδεκάδες. Παίζει ρόλο η χημεία και είναι πρωτόγνωρη η κατάσταση. Ας ελπίσουμε πως θα είμαστε καλά και θα πάμε στους Ολυμπιακούς. Ακόμα και αν δεν πάμε τουλάχιστον να βελτιωθούμε και να παίξουμε καλό μπάσκετ”.
Για τον Κώστα Αντετοκούνμπο: “Είχε ένα διαφορετικό ματς με το Μεξικό, ήταν πιο ιδιαίτερο το ματς με τη Σερβία. Δεν νομίζω ότι έχει πρόβλημα να παίξει στην Ευρώπη και ίσως ωριμάσει πιο καλά εδώ παιδιά όπως εκείνος με ταλέντο και δυνατότητες. Εγώ θα χαρώ να τον δω και σε μία ελληνική ομάδα. Χρειαζόμαστε παιδιά που θα παρακινήσουν τα πιτσιρίκια να αγαπήσουν το μπάσκετ”.
Για τον Γιάννη: “Γιάνναρος! Νομίζω ότι όλη η σειρά ήταν εντυπωσιακή. Έφτανε ο Ντουράντ να περάσει τους Μπακς, αλλά χάρηκα πολύ και έχω μία μικρή ελπίδα για να πάρει το πρωτάθλημα. Αυτή είναι η σωστή λέξη αξιοποίηση. Ο Γιάννης αγαπάει την Ελλάδα και το ελληνικό μπάσκετ, θέλει να δώσει και πρέπει και εμείς να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες και να απολαύσουμε τους καρπούς του. Ελπίζω να γίνει στο μέλλον, γιατί μέχρι τώρα δεν καταφέραμε αυτά που έπρεπε. Είναι φωτεινή προσωπικότητα και ακόμα και έτσι μεταφέρει την αύρα και την εικόνα του ελληνικού μπάσκετ παντού. Νομίζω ότι εκείνος έστω και με το ΝΒΑ κάνει κάτι υπέρ μας”.
Για το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ: “Το κυριότερο είναι πως εκτός από τα αποτελέσματα υπάρχει δυσκολία και η φετινή χρονιά ήταν δύσκολη για όλους μας, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε πτώση στη παραγωγική διαδικασία. Δεν καταφέραμε να δώσουμε την ευκαιρία σε πιο νέα παιδιά να συμμετέχουν σε πιο υψηλό επίπεδο. Ακόμα και ο Ρογκαβόπουλος που είναι στην Εθνική έπαιξε λίγο με την ΑΕΚ σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά όχι μόνο αυτός και άλλα παιδιά.
Δεν είμαστε έτοιμοι σαν νοοτροπία να κάνουμε ένα βήμα πίσω και μετά ένα άλμα μπροστά. Ας ελπίσουμε ότι θα καταλάβουμε πως η παραγωγική διαδικασία θα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του σπορ για το μέλλον. Δεν είμαστε μία λίγκα που κινδυνεύει να χάσει δεκάδες εκατομμύρια όπως το ΝΒΑ. Μπορεί το πρωτάθλημα να χτίζει τις νοοτροπίες και τις ικανότητες. Τότε θα μπορούμε να αποφασίζουμε για τον αριθμό των ξένων. Έτσι και αλλιώς ατονεί το ενδιαφέρον των φιλάθλων για το πρωτάθλημα”.
Για την καριέρα του: “Ήμουν ένα παιδί που έπαιζα ποδόσφαιρο με ότι παπούτσια είχα. Πήγαινα σε μία αλάνα πίσω από το κλειστό του Πλάτωνα και εκεί είχε δύο-τρία ανοιχτά γήπεδα όπου χάζευα όταν έπαιζαν μπάσκετ. Μία Δευτέρα βράδυ είχε ξεχαστεί 9-10 χρονών και αρχίζανε να παίζουν μπάσκετ και στο ημίχρονο άρχισαν να πετάω τη μπάλα στο καλάθι. Κάθε Δευτέρα πήγαινα να δω το ματς και άρχισα να παίζω μπάσκετ. Η μητέρα μου δεν ήθελε να ξεχνάω το σχολείο, εγώ προσπαθούσα να είμαι συγκεντρωμένος και στα δύο και δύο χρόνια μετά με είδε ο προπονητής μου και πήγα κάθε απόγευμα να παίζω. Έκανα δελτίο κρυφά από τους γονείς μου και κάθε μέρα έκανα προπόνηση και πήγαινα και πιο νωρίς. Μερικές μέρες ήταν δύσκολα στο σπίτι γιατί αργούσα και παρότι έτρωγα και ξύλο συνέχισα να πηγαίνω.
Εξελίχθηκα και στα 13-14 έκανα προπονήσεις με το Ανδρικό, είχε πάθος και έκανα σκληρή προπόνηση. Ήρθε ένας τραυματισμός όταν κλήθηκα στο Πανευρωπαϊκό με την Εθνική, γύρισα το πόδι μου και έχασα το τουρνουά με τον κόουτς Ντούκσαϊρ στην Φινλανδία. Το 1978 ήμουν ξανά στην Εθνική και το 1979 πήραμε το χρυσό με τη Γιουγκοσλαβία στους Μεσογειακούς, αλλά όχι το δίπλωμα αφού θεωρούσαν ότι θα χάσουμε. Το 1981 βρέθηκα στην Αμερική έγινα ντραφτ στους Σέλτικς το 82′ χτύπησα το γόνατο έκανα επέμβαση, αλλά ο γιατρός μου είπε ότι κόπηκε ο πρόσθιος χιαστός και ότι δεν μπορώ να παίξω ξανά μπάσκετ επαγγελματικά. Εγώ έπαθα σοκ για μία εβδομάδα, αλλά μετά δούλεψα σκληρά παρότι πονούσα. Επανήλθα όσο καλύτερα μπορούσα και ποτέ δεν είπα για το πρόβλημα και για αυτό όσο έπαιζα επιδείνωσα και τη μέση μου, αλλά έχασα λίγα ματς στη καριέρα μου. Δεν έκανα έκπτωση στη προπόνηση. Μετά βρέθηκα στον Άρη ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει ο ελληνικός αθλητισμός και έδωσε μεγάλη ώθηση στο μπάσκετ.”
Για το ματς με τον Γκάλη στο Ιωνικός – Άρης: “Ο Κώστας Πετρίδης μου είπε ότι έβαλα 73 πόντους και πετάγεται ένας άλλος συμπαίκτης ότι πρώτη φορά έβλεπα ματς όρθιος. Το παιχνίδι αυτό ήταν ιδιαίτερα συγκλονιστικό. Δύο λεπτά πριν λήξει η παράταση αποβλήθηκα και χάσαμε με 1 πόντο. Εγώ δεν κατάλαβα πως έβαλα τόσους πόντους. Είχε ταχύτητα το παιχνίδι και ήμασταν ομάδα που παίζαμε γρήγορα στην επίθεση”.
Για το ότι δεν πήγε σε Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό και ΑΕΚ αλλά στον Άρη: “Ήταν φυσιολογικό τότε να μείνω στην Αθήνα. Ήταν σπάνιο κάποιος να μετακομίζει από Αθήνα σε Θεσσαλονίκη. Ήταν η περίοδος που έφευγα και ήμουν κοντά στον Παναθηναϊκό, αλλά τελικά αποσύρθηκε κάποια στιγμή παρότι είχαν δοθεί χρήματα για τη μεταγραφή μου από τον κύριο Βαρδινογιάννη. Οι διαπραγματεύσεις ήταν έντονες και τελικά πήραν τον Αργύρη Παπαπέτρου και η ΑΕΚ ήταν κοντά αλλά δεν ενδιαφέρον, αλλά τελικά κατέληξα στον Άρη. Ο Ιωαννίδης με ήθελε και τελικά υπέγραψα στο σπίτι του Μπουτάρη στο Κολωνάκι”.
Για την συνύπαρξη του με τον Γκάλη: “Υπήρχαν δύσκολες στιγμές, αλλά όταν έμπαινα στο γήπεδο δεν με ένοιαζε τίποτα έβλεπα μόνο τις φανέλες. Μας ένοιαζε να νικήσει η ομάδα. Ας μείνουμε στο ότι κάναμε πολύ κόσμο να αγαπήσει το μπάσκετ και πως μπορούμε να κερδίσουμε τους πάντες”.
Για το ότι δεν πήρε ευρωπαϊκό τότε ο Άρης: “Δεν καταφέραμε να βάλουμε τον εγωισμό μας πιο κάτω. Θέλαμε λίγο ακόμα. Το μπάσκετ παίζεται και στα δύο μέρη του γηπέδου. Οτιδήποτε προσθέταμε σε άμυνα ή επίθεση θα παίρναμε το ευρωπαϊκό. Ήμασταν πολύ κοντά. Αν θυμηθείς και την Εθνική το 2006 ο Διαμαντίδης έριξε τάπα στον Πολ και αυτό άλλαξε το παιχνίδι. Δεν είναι μόνο το καλάθι που θα βάλεις, είναι και η ασίστ και η άμυνα”.
Για τα ματς με την Μιλάνο και την ανατροπή: “Το παιχνίδι είναι δίκαιο και κερδίζουν οι καλύτεροι. Δεν σημαίνει ότι κερδίζεις σήμερα, άρα αυτόματα και αύριο. Το παιχνίδι μέσα στη Θεσσαλονίκη είχαμε ενθουσιασμό, ήμασταν εύστοχοι και παίξαμε εξαιρετικά. Όταν πήγαμε εκεί όμως εμείς δεν παίξαμε τίποτα. Ήμασταν μία ομάδα που στην ουσία παίξαμε αργά και αυτό τους ευνόησε”.
Για το ματς που έχασε τη ψυχραιμία του: “Στο Προολυμπιακό της Ολλανδίας με την Εθνική που μας κορόιδευε ο Ντράζεν. Έφτασα σε σημείο να θέλω να μαλώσω μαζί του”.
Για το ευρωπαϊκό στο Τορίνο το 1993: “Εμείς δώσαμε την ευκαιρία στην Εφές να το διεκδικήσει. Είχαμε πίεση για το τρόπαιο και ήμασταν σε άσχημη βραδιά. Το ότι φάγαμε μόνο 52 πόντους δείχνει πόσο θέλαμε το τρόπαιο, αλλά παίξαμε κακό μπάσκετ. Δεν υπάρχει στο μπάσκετ τύχη πρέπει να είσαι ισάξιος τουλάχιστον. Όταν ένα ματς πάει στους 50 πόντους έπρεπε να να αναγκάσουμε τους αντιπάλους μας να σκοράρουν λίγο”.
Για το 1996 στο Παρίσι: “Για 79 λεπτά κυριάρχησε στο Final Four. Παραλίγο να χάσουμε από διάφορες συγκυρίες. Όταν πας εκεί πρέπει να παίξεις τουλάχιστον καλά 80′ λεπτά”.
Για το αντίο του στην Εθνική το 1996: “Αξίζει το κόπο οι πολίτες αυτής της ωραίας χώρας να έχουν ανθρώπους που έχουν πάθος για την Εθνική Ομάδα. Θέλω να βλέπω όπου παίζει να κυματίζουν ελληνικές σημαίες και κασκόλ”.
Για την πρώτη περίοδο προπονητικά στην Εθνική: “Οι δυνατότητες μας δεν έχουν ουρανό είναι πολύ υψηλές. Εκείνη η ομάδα αδικήθηκε από τον κόσμο, από τους διοικητικούς κάποιους στην ΕΟΚ και από τους δημοσιογράφους. Εκείνη τη περίοδο οι παίκτες δεν είχαν την εμπιστοσύνη των ομάδων και έπαιξαν στα ίσια την Σερβία και τη Ρωσία. Το 1997 χάσαμε το ματς από τις 1/8 βολές και στη παράταση. Και στο μικρό τελικό είχαμε συμπεριφορά λες και ήμασταν εγκληματίες πολέμου. Δεν υπήρχε υπομονή. Ήμασταν πολύ καλοί στη παρουσία μας και στη προσπάθεια μας”.
Για το αν θα έπαιζε τον τελικό του 2006 ή τον προημιτελικό του 2008: “Με την Ισπανία. Το ματς με την Αργεντινή παίξαμε από τακτικής πλευράς πολύ καλά γιατί ο καλύτερος μας παίκτης ο Τσαρτσαρής, από τα υπόλοιπα παιδιά δεν πιάσανε τα στάνταρ τους. Ατομικά μας κέρδισαν γιατί έβαλαν τα σουτ από τα 8-9 μέτρα. Ντελφίνο και Τζινόμπιλι”.
Για την Ισπανία το 2007: “Εκεί θα παίρναμε το χρυσό πάλι. Αλλά εγώ πίστευα ότι θα το πάρουμε αργότερα”.
Για το 2008 και την αποχώρηση του: “Εγώ ήθελα να συνεχίσω δεν υπήρχε περίπτωση να παρατήσω την Εθνική. Πρώτα το ελληνικό στοιχείο και οι παίκτες.”
Για τη προπονητική του καριέρα σε ομάδες: “Στον Πανιώνιο είχα στο πάγκο τους ξένους και έπαιζα με τους Έλληνες που είχαν προοπτική να ανεβάσουν επίπεδο την ομάδα και στο παρόν και στο μέλλον. Στο Μαρούσι πήγα και βρήκα έναν Πρόεδρο που βοηθούσε την ομάδα του. Του είπα ότι ξοδεύει πολλά και ότι πρέπει να μειώσει το μπάτζετ και ότι πάμε για πρωτάθλημα αλλάζοντας την νοοτροπία της ομάδας. Το Μαρούσι λόγω της οικονομικής υγείας κατάφερε να κάνει πρωταθλητισμό όσο ήμουν εκεί. Ήμασταν μία ομάδα που τελείωσε τη σεζόν με 21 νίκες και 5 ήττες απέναντι σε ομάδες που ήταν υψηλού επιπέδου”.
Για τον Ολυμπιακό: “Όταν πήγα ήταν μία δύσκολη περίοδος. Μέχρι τότε είχε μέτρια παρουσία σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σπάνια κέρδιζε εκτός ΣΕΦ, κατορθώσαμε μέσα στη χρονιά να κερδίσουμε εκτός ΤΣΣΚΑ, Ζαλγκίρις και Μακάμπι και στα playoffs μείναμε έξω από την πρωταθλήτρια Ευρώπης ΤΣΣΚΑ με 2-1. Και η Μακάμπι πήγε τελικό. Μετά πήγαμε Final Four το 2009 και στην Ελλάδα προσπαθούσαμε να αλλάξουμε τις ισορροπίες με ένα μεγάλο αντίπαλο που είχε τους κορυφαίους Έλληνες και του βάλαμε δύσκολα”.
Για το Βερολίνο το 2009 και το 2010: “Το κυριότερο τότε για τον Παναθηναϊκό έπαιζε ο κόουτς Ομπράντοβιτς που είχε βάλει τη σφραγίδα του. Εμείς χάσαμε το τελευταίο σουτ και μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει. Μετά και το 2010 πάλι Final Four δεν πήγε καλά ο τελικός και φάγαμε από τον Σάδα το σουτ από τα 10 μέτρα όταν μειώναμε. Γυρίσαμε πίσω παίξαμε καλά στα πρώτα ματς, αλλά χάσαμε το πρωτάθλημα. Αν τυχόν συνεχίζαμε θα κάναμε μία ομάδα που θα έπαιρνε τίτλους και θα είχε και διαδικασία παραγωγική. Ευτυχώς η ομάδα πήρε μετά τους τίτλους”.
Για τον Σπανούλη το 2010: “Ήταν μεγάλη υπόθεση για τον σύλλογο να τον πάρει τότε. Ο Βασίλης πήγε στον Ολυμπιακό για να γίνει ηγέτης. Άλλαξε τις ισορροπίες όπως και εγώ στον Άρη όταν πήγα αυτό είναι το μόνο κοινό των δύο περιπτώσεων”.
Για την ευρωπαϊκή υποχώρηση του Παναθηναϊκού: “Ο κόουτς άφησε το στίγμα του στο τρόπο λειτουργίας του. Νομίζω ότι χάθηκε η επαφή με την παραγωγική διαδικασία νομίζοντας ότι πάντα θα υπάρχει κάτι να αγοράσουν”.
Για τον Ομοσπονδία: “Όταν φτάνει ο Πρόεδρος να λέει ότι δεν χρειαζόμαστε προπονητή και δεν υπάρχει κάποιος να πει τι λες Πρόεδρε; Γίνεται ομάδα χωρίς προπονητή; Πως μπορεί να γίνει διαφορετικά; Η διοίκηση πρέπει να διοικεί”.