Nικ Λάμπρος: Ο άνθρωπος που θα προπονούσε τον Γκάλη

2022-11-16T13:08:05+00:00 2022-11-16T13:42:29+00:00.

Aris Barkas

16/Nov/22 13:08

Eurohoops.net

Το μπάσκετ ταιριάζει στους Ελληνες και στο εξωτερικό, όπως αποδεικνύει ο Νικ Λάμπρος, θρύλος του κολεγίου Χάρτγουϊκ που ζει και αναπνέει για το άθλημα, είχε “κλείσει” τον Γκάλη για το κολέγιο του και έχει υπάρξει μέντορας του Γιάννη Σφαιρόπουλου

Του Aρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net

“Ξέρεις ότι ο Νίκι Γκάλης έπρεπε να έρθει στο κολέγιο μου;” Όταν ακούς κάτι τέτοιο καταλαβαίνεις ότι ο συνομιλιτής σου έχει πολλά να πει. Ο Νικ Λάμπρος δεν είναι γνωστός στα μέρη μας, αλλά το ελληνικό μπάσκετ τον ξέρει και τον αγαπά.

Ο ίδιος είναι θρύλος στο κολέγιο Χάρτγουϊκ, που βρίσκεται στην Ονεόντα της πολιτείας της Νέας Υόρκης, αποφοίτησε από εκεί το 1959 και παραμένει ενεργός ως εθελοντής βοηθός προπονητής. Αυτό είναι το λιγότερο, βέβαια, για τον κόουτς που είναι ήδη μέλος του “Χολ οφ Φέιμ” του κολεγίου, έχει συνδέσει το όνομα του με την ομάδα μπάσκετ για περισσότερο πλέον από έξι δεκαετίες και έχει συνεισφέρει και στην ανάπτυξη του αθλήματος στα μέρη μας.

Όπως λέει ο ίδιος: “Ήρθα στην Ελλάδα το 1983, με κάλεσε στη Θεσσαλονίκη ο Τεντ Ροδόπουλος για μπασκετικό καμπ. Επέστρεψα στο 1985, το χάρηκα πάρα πολύ. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνη την εποχή. Ο Τεντ είχε ένα υπέροχο στρατόπεδο μπάσκετ και ξέρω ότι δεν ήταν ο μόνος, αλλά ήταν ένα από τα παιδιά που ξεκίνησαν αυτή την τάση. Ήταν πολύ οργανωμένο και ήμουν πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με κάποιους ανθρώπους. Ένας από αυτούς ήταν ο Φασούλας, αλλά και ο Λάκης Τσάβας, ο Ντιν Γεωργιάδης”.

Ο Νικ Λάμπρος είναι πρώτη γενιά Ελληναμερικάνος, γεννημένος στις ΗΠΑ από Έλληνες γονείς.

“Η μητέρα και ο πατέρας μου είναι από τη Σπάρτη. Έτσι, θεωρώ τον εαυτό μου Σπαρτιάτη. Ήταν από ένα μικρό χωριό έξω από τη Σπάρτη. Ο πατέρας μου ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1911 και η μητέρα μου λίγο αργότερα”.

Και φυσικά εκείνη την εποχή, δηλαδή, τη δεκαετία του 1950, όταν ο Νικ Λάμπρος ετοιμαζόταν για το κολέγιο, η αγάπη του για τον αθλητισμό ήταν λογικό να τον κάνει καλό παίκτη και του μπέιζμπολ. “Ήταν κάπως φυσικό τότε το να παίζεις μπέιζμπολ”, εξηγεί. “Όμως τα παιδιά πάνε και στο γήπεδο μπάσκετ, τους αρέσει και παίζουν κάθε μέρα. Ήμουν καλός και στα δύο. Ο πατέρας μου δούλευε σε ένα εστιατόριο, η μητέρα μου έμενε στο σπίτι αλλά έτσι μπήκα στον αθλητισμό και τελικά στην προπονητική. Όταν έφτασα στο κολεγιακό επίπεδο, είπα ότι έτσι θέλω να ζήσω και έτσι κατέληξα στην προπονητική”.

Τι έγινε, λοιπόν, με τον Νίκο Γκάλη; Όπως αναφέρει ο Λάμπρος, ο άνθρωπος που άλλαξε τη μοίρα του ελληνική μπάσκετ πριν καταλήξει στο Σίτον Χολ, είχε κάνει εγγραφή στο Χάρτγουϊκ, το οποίο τότε είχε δυνατή ομάδα στην δεύτερη κατηγορία του NCAA, η οποία είχε πολύ μεγαλύτερο πρεστίζ από όσο έχει τώρα.

Ο Λάμπρος ήταν ο άνθρωπος που λόγω καταγωγής ως βοηθός στην ομάδα μπάσκετ τότε, είχε αναλάβει την προσέγγιση του Γκάλη: “Όταν ήταν στο γυμνάσιο Γιούνιον στο Νιού Τζέρσεϊ, τον στρατολογήσαμε. Του άρεσε πολύ το κολέγιο μας και μάλιστα γράφτηκε για να παίξει. Ήμουν βοηθός προπονητή εκείνη την εποχή. Τον Σεπτέμβριο του 1975 είχε ήδη κάνει εγγραφή και τον έψαχνα στους κοιτώνες. Και δεν ήταν εδώ. Τελικά του τηλεφωνήσαμε και είπε: «Συγγνώμη κόουτς, αποφάσισα να πάω στο Σίτον χολ». Ήμασταν στη δεύτερη κατηγορία, του άρεσε, είχε έναν καλό φίλο από το Τζέρσεϊ και θα έμενε στο ίδιο δωμάτιο μαζί του”.

Ο Λάμπρος ξανασυνάντησε τον Γκάλη σε πολύ διαφορετικές συνθήκες: “Ήταν πολύ αστείο, γιατί όταν αργότερα ήρθα στην Ελλάδα και γνώρισα την εθνική ομάδα στο ξενοδοχείο Τζονς στη Γλυφάδα, τους είπε στα ελληνικά: «Πού είναι ο Νίκος;» Έπαιρνε το πρωινό του και πάω στον Γκάλη και του λέω: «Τι στο καλό κάνεις εδώ; Έπρεπε να έρθεις στο κολέγιο Χάρτγουικ». Με κοίταξε έκπληκτος και μετά με αναγνώρισε. «Θεέ μου, κόουτς πώς είσαι, όλα καλά;» Αν τον είχαμε, θα μπορούσαμε να είμαστε πρωταθλητές”.

Παρότι έχει πολλούς φίλους μπασκετανθρώπους στην Ελλάδα, ο Λάμπρος ξεχωρίζει τον κόουτς Γιάννη Σφαιρόπουλο: “Ο Γιάννης, είναι ο καλύτερος! Ήρθε στο καμπ μας τη δεκαετία του 90 και ήθελε να πάρει ό,τι περισσότερο μπορούσε. Όσες πληροφορίες είχα εκείνα τα χρόνια, ήθελε να μάθει ό,τι μπορούσε”.

Ο ίδιος είναι καλός φίλος του θρυλικού κόουτς του Σίρακιους Τζιμ Μποχέιμ – “είμαι καλύτερος γκόλφερ”, λέει γελόντας και έχει πιθανότατα έχει δίκιο αφού υπάρχει φιλανθρωπικό τουρνουά γκολφ με το όνομα του Νικ Λάμπρος στο κολέγιο Χάρτγουϊκ, όπου ο Μποχέιμ έχει συμμετάσχει πολλές φορές – και λατρεύει το παιχνίδι: “Είμαι “ισοβίτης” στο μπάσκετ, μου αρέσει το παιχνίδι, παρακολουθώ τους αγώνες. Αύριο θα πάω σε προπόνηση στο Σίρακιους. Δεν μου αρέσει, όμως, τόσο πολύ ο τρόπος που παίζεται το αμερικάνικο παιχνίδι, μόνο δύο-τρεις πάσες και μετά σουτ. Ξέρω, βέβαια, ότι έτσι έχει εξελιχθεί το παιχνίδι και φυσικά μου αρέσει ακόμα. Και η Ευρωλίγκα έχει αναπτύξει πολλούς καλούς παίκτες, μπορούν να σουτάρουν εκπληκτικά”. 

Το πρόβλημα του κόουτς Λάμπρος δεν είναι το τρίποντο από μόνο του, αλλά ο τρόπος που χρηστιμοποείται: “Μου αρέσει το σουτ τριών πόντων, αλλά θα ήθελα επίσης να το βλέπω να προκύπτει μέσα από plays. Αν δείτε μπάσκετ αυτή τη στιγμή, υπάρχουν δύο παιδιά στις γωνίες, υπάρχει ένα πικ ψηλά στη ρακέτα και αυτό είναι βασικά, παιχνίδι τρεις εναντίον τριών στη κορυφή της ρακέτας. Απλώς διεισδύεις και σουτάρεις. Εγώ πίστευα ότι το παιχνίδι ξεκινα από την άμυνα, μου άρεσε να αλλάζω άμυνες και θα συνεχίσω να το κάνω, να μπλοκάρω τέτοιες φάσεις. Η ομάδα μου αυτή τη στιγμή, θα άλλαζε άμυνες, θα άλλαζε το τέμπο, θα προσπαθούσαι να ελέγχει το παιχνίδι. Λυπάμαι, αλλά αυτός είμαι εγώ”. 

Και το μαράζι του είναι το γεγονός πως διακρύνει πως το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ δεν βρίσκεται εκεί που ήταν στο πρόσφατο παρελθόν: “Κοιτάξτε τα παιδιά που παίζουν στο ΝΒΑ από την Ευρώπη και πολλά από αυτά είναι υπέροχα! Και θέλω να δω τους Έλληνες να βελτιώνονται ξανά. Ήταν τρομερά καλοί για ένα διάστημα και δεν ξέρω τι έγινε με το ελληνικό μπάσκετ, αλλά δεν φαίνεται να είναι στο επίπεδο που ήταν πριν από 10 χρόνια.  Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί υπάρχει ο κανόνας ότι μόνο ένας Ελληνοαμερικανός μπορεί να παίξει για την εθνική ομάδα. Και το δεύτερο είναι το επίπεδο του μπάσκετ, όταν ήμουν εκεί στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 το επίπεδο ήταν εκπληκτικό. Γιατί λοιπόν είχε πέσει λίγο το επίπεδο του μπάσκετ;”

Παρόλα αυτά ο κόουτς Λάμπρος καταλαβαίνει ότι ο κανονισμός της FIBA έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό και δεν νοιώθει ότι έχει όλα τα δεδομένα για να τον κρίνει, πέρα από την επιθυμία του να βλέπει το ελληνικό μπάσκετ ψηλά: “Εξαρτάται νομίζω από την κάθε χώρα, αλλά δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω περισσότερους Ελληνοαμερικανούς, φυσικά θα το έκανα, αλλά δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, δεν ξέρω τι κάνει η Ισπανία, δεν ξέρω τι κάνει η Σερβία”.

Εντέλει το μπάσκετ είναι παγκόσμια γλώσσα και το κριτήριο ειναι απλό, το να μπορείς να παίξεις στο υψηλότερο επίπεδο, όπως συμβαίνει πλέον με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον αδερφό του Θανάση, αλλά και τον Τάιλερ Ντόρσεϊ: “Συμφωνώ ότι οι Ευρωπαίοι παίκτες είναι καλύτεροι πλέον στα βασικά του αθλήματος, αλλά η ωμή αθλητικότητα που έχουν οι Αμερικανοί είναι διαφορετική. Μπορεί να έχεις όλα τα βασικά σε υψηλό επίπεδο, αλλά εδώ σε “βαράνε”. Πρέπει οι παίκτες να μάθουν να προσαρμόζονται σε αυτό. Αλλά όποιος παίζει στο ΝΒΑ είναι σπουδαίος παίκτης. Οπότε αν είσαι Ευρωπαίος που παίζει στο ΝΒΑ, είσαι σπουδαίος παίκτης”.

Photo credit: Hartwick College

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα τελευταία νέα

×