Του Γιώργου Αδαμόπουλου / info@eurohoops.net
Στην ηλικία των 50 ετών, το 2016, έλεγε πως «αισθάνομαι σαν 30!». Μπορεί να έφταιγε η νέα ζωή του. Για την ακρίβεια, η ίδια ζωή του, με άλλη φορεσιά και, κυρίως, άλλο λουκ και σύζυγο. Σήμερα, στα 57 του, ο Εργκίν Αταμάν δεν θα πει ότι νιώθει 37.
Ίσως να σου πει πως μέσα του είναι… 23, μειώνοντας ακόμη περισσότερο εκείνη τη δική του «αριθμητική» του 2016. Αυτό που σίγουρα θα ξεστομίσει, αν τον ρωτήσει κάποιος – και κυρίως θα πασχίσει να το αποδείξει πρώτα απ’ όλα στον ίδιο του τον εαυτό – είναι πως δεν αισθάνεται τον χρόνο να κυλά πάνω του, διότι λατρεύει τους «τρελούς» ρυθμούς της καθημερινότητάς του.
Στην αναζήτηση νέας πρόκλησης
Αυτό που απεχθάνεται είναι γνωστό. Δεν του αρέσει η μονοτονία και αν και μειώνει σταδιακά την αδρεναλίνη του με τα χρόνια, δεν θέλει να κάνει το ίδιο με στόχους και προκλήσεις. Τα έξι τελευταία χρόνια στην Εφές μοιάζουν πια υπερβολικά πολλά. Όχι μόνο γιατί ήταν πετυχημένα, αλλά επειδή ο Τούρκος προπονητής αναζητά πάντοτε την επόμενη πρόκλησή του. Ο Παναθηναϊκός είναι μία δύσκολη και απαιτητική αποστολή, ωστόσο δείχνει στην παρούσα φάση την ιδανική συνθήκη για έναν άνθρωπο και κόουτς που δεν φοβήθηκε ποτέ του κανένα, μπασκετικό, προσωπικό ή επιχειρηματικό «ταβάνι».
Ο Εργκίν Αταμάν έχει μοχθήσει στη ζωή του. Μονάχα που, πλέον, έχει ξεκαθαρίσει τις προτεραιότητές του, οι οποίες θαρρεί κανείς δεν απέχουν πολύ από την ελληνική επιθυμητή νοοτροπία. Η στενή σχέση με την οικογένειά του, με «υποχρεωτική» παρουσία σε γεύματα τα Σαββατοκύριακα, ήταν το πρώτο μάθημα. Η ευκατάστατη φαμίλια του, πάντως, του πρόσφερε και τα εχέγγυα για μία «στρωμένη» (εκτός σπορ) δουλειά και, κυρίως, του θυμίζει κάθε μέρα που ξυπνά ότι «δεν δουλεύω για να ζήσω, όμως δε ζω και για να εργάζομαι». Στο μπάσκετ, όμως, αφοσιώνεται 100%…
Νεποτισμός με… κάλτσες!
Ο δις πρωταθλητής Ευρώπης με την Εφές και κάτοχος συνολικά 25 τίτλων στην καριέρα του – με το τουρκικό πρωτάθλημα που κατέκτησε το Σάββατο (16/6) κόντρα στην Καρσίγιακα – γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1966 στην Κωνσταντινούπολη. Ο παππούς του, Χαλίλ Αταμάν, ο οποίος είχε ζήσει και στη Θεσσαλονίκη, ήταν ο σπουδαιότερος έμπορος καλτσών στην Τουρκία. Όταν ανέλαβε ο γιος του, Ιμπραΐμ Νουράι Αταμάν, μία σκέψη ήταν να ρευστοποιήσουν τις επτά διαφορετικές εταιρίες. Αποφάσισαν, αντίθετα, να τις εκσυγχρονίσουν και να επεκταθούν στην Ιταλία. Η φαμίλια του αποσύρθηκε από την παραγωγή πριν από 15 χρόνια, όμως παρέμενε στον κλάδο της καλτσοποιίας ως προμηθεύτρια μηχανημάτων.
Ο Αταμάν, αν και ερωτευμένος από μικρός με το μπάσκετ, δεν χάλασε το χατίρι του πατέρα του. Φοίτησε αρχικά στο ιταλικό σχολείο της Πόλης, αποφοίτησε από το Τμήμα Διοίκησης του πανεπιστήμιου της Κωνσταντινούπολης, έκανε πρακτική σε εργοστάσιο της Ιταλίας και θέλησε να συνδυάσει τις δύο αγάπες του. Τα σπορ είχαν έντονη παρουσία στην οικία Αταμάν. Ο πατέρας του έπαιξε στην εφηβική ομάδα ποδοσφαίρου της Γαλατασαράι, ο θείος του ασχολήθηκε με το μπάσκετ και ο μικρός Εργκίν ήταν διαρκώς σε ένα γήπεδο. Στα 12 του γράφτηκε στη Γεσιλγιούρτ.
Η έλξη του πάγκου και των (πρώτων) τίτλων
Δε υπήρξε δα ο καλύτερος παίκτης της χώρας… Τα πολλά κιλά δεν βοηθούσαν και σύντομα η προσήλωσή του περιορίστηκε στους πάγκους. Στα 19 του η Εκζατσίμπασι τού πρόσφερε θέση κόουτς στην παιδική ομάδα. Η εργασία στο εργοστάσιο της οικογένειας συνεχιζόταν και ο Αταμάν σκέφτηκε αρχικά πως με τη δεύτερη «δουλειά» θα «σκοτώνει» την ώρα του. Αποδείχθηκε πως είχε και ταλέντο και όρεξη και δούλεψε στις ακαδημίες των Τουρκ Τέλεκομ, Εφές και Μπεσίκτας. Στην πρώτη, το 1996 σε ηλικία 30 ετών, έκανε το επαγγελματικό ντεμπούτο του ως πρώτος προπονητής, ενώ ήταν βοηθός στην Εθνική Τουρκίας, στο Ευρωμπάσκετ του 2007.
Έχοντας αφήσει επικεφαλής στην οικογενειακή επιχείρηση τον ξάδερφό του, έμεινε στην Άγκυρα για δύο χρόνια (κατακτώντας το President’s Cup του ’97), μέχρι που αποφάσισε να ταξιδέψει στις Η.Π.Α. για μεταπτυχιακό, στο φημισμένο Στάνφορντ. Το 1999 επέστρεψε στην πατρίδα του για την Καρσίγιακα και την ίδια χρονιά ανέλαβε για πρώτη – από τις τρεις – φορά την Εφές, κερδίζοντας το President’s Cup του 2000. Οι τίτλοι έκαναν πιο ελκυστική την απόφαση να δώσει προτεραιότητα την προπονητική. Η διάθεση για διαφορετικές παραστάσεις τον έφερε στην ιταλική Σιένα (2001-2003, το 2006-07 κοουτσάρισε και τη Φορτιτούντο Μπολόνια), όπου κατέκτησε το Σαπόρτα του 2002, που είναι το ένα από τα πέντε ευρωπαϊκά τρόπαιά, μαζί με τις δύο κούπες στην Ευρωλίγκα, το 2021 και 2022, το FIBA EuroChallenge του 2012 με τη Μπεσίκτας και το EuroCup του 2016 με τη Γαλατασαράι!