Του Γιώργου Αδαμόπουλου / info@eurohoops.net
Η φαντασία στο παιδικό δωμάτιό του, στην πόλη Μπελβιού στο Σιάτλ, διέθετε αρκετό χρώμα. Αυτά που κυριαρχούσαν ήταν το πράσινο, πάνω σε δύο φανέλες, αλλά και το ξανθό, στο κεφάλι του ίδιου και των δύο ειδώλων του…
Ο Λουκ Σίκμα μεγάλωσε με όνειρα, με κοντινά παραδείγματα, ωστόσο δεν είχε ποτέ αυταπάτες. Ούτε περίμενε το «βαρύ» επώνυμό του να του ανοίξει πόρτες και να του δώσει ευκαιρίες. Το όνομα «Σίκμα», το οποίο προφέρεται κάθε φορά με περηφάνια στις Η.Π.Α., πάντως, δεν του έφερε ούτε πίεση να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες.
Ο διάσημος πατέρας του, εκείνος ο ξανθωπός τύπος με τις σήμα-κατατεθέν μπούκλες και την ακόμη πιο χαρακτηριστική κίνηση στο παρκέ, μεγαλούργησε στα πράσινα των Σιάτλ Σόνικς – κυρίως – και των Μιλγουόκι Μπακς. Ο Τζακ Σίκμα δεν ήταν, πάντως, το μόνο ίνδαλμα του μικρού Λουκ. Μπορεί ο νέος φόργουορντ του Ολυμπιακού να γεννήθηκε το 1989 και να πρόλαβε λίγο σε «ζωντανό» χρόνο τον Λάρι Μπερντ, αλλά ήθελε να μοιάσει και στον ξανθό θρύλο των (πράσινων) Σέλτικς.
Δύο «ξανθά» (και στα πράσινα) είδωλα
Ήταν λογικό οι δύο αυτές επιρροές να επιδράσουν στον Λουκ, όχι όμως και στις… αυταπάτες του. Ποτέ δεν πίστεψε ότι μπορεί να γίνει το ίδιο καλός με τον Μπερντ ή με τον πατέρα του, ο οποίος έχει κατακτήσει το μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία των Σόνικς (1979) και από το 2019 είναι μέλος του Hall Of Fame! Παρακολουθώντας τα βίντεο του μπαμπά και του «Larry Legend» λάτρεψε τους παίκτες που δεν ήταν μονοδιάστατοι.
Τα έργα και οι ημέρες του Μπερντ είναι λίγο – πολύ γνωστά. Ο παλαίμαχος σταρ της Βοστόνης, διόλου αθλητικός στις μέρες του «σκληρού» ΝΒΑ, διέπρεψε με το ταλέντο και την οξυδέρκειά του. Ο Τζακ Σίκμα, από την άλλη, ήταν μαζί με τον Μπομπ ΜακΑντού οι δύο πρώτοι ψηλοί στην ιστορία της Λίγκας που «απεικόνισαν» την έννοια του «stretch-center», σουτάροντας με αποτελεσματικότητα από μέση και μακρινή απόσταση.
Ο Τζακ Σίκμα έγινε διάσημος για την περίφημη «Sikma move» του, μία κίνηση με reverse πίβοτ, που του επέτρεπε να αποκτά απόσταση από τον αντίπαλο και να σουτάρει. Στην πορεία των ετών, αν και το κορμί «βάραινε», ο Σίκμα έβρισκε νέους τρόπους να είναι αποδοτικός. Έκλεισε την Hall Of Fame καριέρα του με μέσο όρο 15,6 πόντων και 9,8 ριμπάουντ σε 1.107 αγώνες – από το 1980 ως το 1986 δεν έπεσε ποτέ κάτω από τους 17π. ανά αγώνα – και ενώ στα 11 πρώτα χρόνια είχε μόλις 7/68 τρίποντα (10,2%), στις τρεις τελευταίες στο Μιλγουόκι μέτρησε 196/548 (35,7%)! Παράλληλα, είχε 84,9% ποσοστό καριέρας στις βολές, σχεδόν απίστευτο για παίκτη με ύψος 2,11μ.!
Το «παράσημο» του καλού συμπαίκτη
Ο Λουκ δεν πιέστηκε ποτέ από τον πατέρα του να παίξει μπάσκετ. Το μόνο που του είπε ο Τζακ ήταν ότι «θα πρέπει να δημιουργήσεις τη δική σου “κληρονομιά”», ώστε να μην του προσθέσει επιπλέον βάρος από τη δική του καριέρα. Μία από τις αγαπημένες ατάκες του μπαμπά Σίκμα είναι το «ο ασφαλής τρόπος για να αξιολογήσεις έναν παίκτη είναι να μαθαίνεις πως οι άλλοι παίκτες θέλουν να παίξουν στο πλάι του». Αυτό είναι ένα «παράσημο» που ο Λουκ το κέρδισε από νωρίς…
Μετά τη φοίτηση στο γυμνάσιο του Μπελβιού, αγωνίστηκε στο πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ. Ως πρωτοετής, το 2007, βρήκε ευκαιρίες και ήταν βασικός σε 23 από τα 31 ματς, με μ.ό. 6,1 πόντων και 7,3 ριμπάουντ. Τις επόμενες σεζόν ερχόταν από τον πάγκο, όμως ο κόουτς Έρικ Ρέβενο τού εμπιστευόταν και την επαναφορά σε καθοριστικές φάσεις στο τέλος και, συχνά, και έναν μικρό λόγο κινήτρου στα αποδυτήρια. Ως τελειόφοιτος, το 2010-11, κατέγραψε 12,9π.-10,5ριμπ. και ήταν κορυφαίος ριμπάουντερ της περιφέρειας West Coast. Αποφοίτησε ως πρώτος «σκουπιδιάρης» στην ιστορία των Pilots (987 και μ.ό. 7,8) και με δύο ασίστ ανά αγώνα.
Η «δική του» Ευρώπη
Στο NCAA ανέπτυξε τη δική του οξυδέρκεια, μαζί με την αυτογνωσία ότι δεν «πρέπει» να αγωνιστεί στο ΝΒΑ. Η επιλογή της Ευρώπης ήταν εξαρχής η επιθυμία του και από το 2011 ως το 2017 έπαιξε στην Ισπανία, για τις Λα Πάλμα, Μπούργκος, Τενερίφη και Βαλένθια, με την οποία στέφθηκε πρωταθλητής το 2017: Το ίδιο καλοκαίρι μετακόμισε στην Άλμπα, στην οποία έμεινε για έξι χρόνια, κάτι ασυνήθιστο για Αμερικανό στα ευρωπαϊκό γήπεδα. Ομάδες κάλεσαν την Άλμπα για την απόκτησή του, όμως ο ίδιος έχει τονίσει πως «μάλλον εμπιστεύομαι το ένστικτο περισσότερο από τη λογική». Όπως και τη δική του, τρόπον τινά, signature κίνηση, με την πάσα πίσω από την πλάτη (και όχι μόνο).
Το 2019 αναδείχθηκε MVP του EuroCup και από τότε κι έπειτα και για τέσσερις σεζόν αγωνίστηκε με την ομάδα του Βερολίνου στην Ευρωλίγκα, καταγράφοντας μέσο όρο 8,8 πόντων (54,4% στα δίποντα, 35,8% από τα 6,75μ. και 73,8% στις βολές), 5,9 ριμπάουντ και 4,2 ασίστ. Τη σεζόν 2022-23 ήταν ο κορυφαίος ψηλός πασέρ στη διοργάνωση, με 4,9 τελικές πάσες ανά ματς και ήταν 8ος στη συνολική λίστα! Πριν από ένα ματς με τη νέα ομάδα του, ο κόουτς Μπαρτζώκας τον αποκάλεσε τον «αληθινό πόιντ γκαρντ της Άλμπα» και ο Σίκμα είχε απαντήσει πως «στην ομάδα είμαστε όλοι ίσοι και μου αρέσει και αυτός ο ρόλος».