Από τον Αντώνη Στρογγυλάκη/ info@eurohoops.net
“Ένα καλάθι κάνει έναν παίκτη χαρούμενο, ενώ μια ασίστ κάνει δυο παίκτες χαρούμενους.”
Αν και η πηγή της παραπάνω ατάκας φαίνεται να αποτελεί μυστήριο (για δικούς μας λόγους θέλουμε να την αποδώσουμε στον Τόνι Κούκοτς), το νόημά της είναι ξεκάθαρο. Δεν υπάρχει προπονητής, παίκτης, ή απλός παρατηρητής του αθλήματος που να μην αποθεώνει τη δημιουργία καλαθιών μετά από αδιάκοπη κίνηση μπάλας και συνδυασμούς μεταξύ των παικτών.
Το συνεχές “passing game” αποτελεί τον πυρήνα κάθε καλοσχηματισμένης επίθεσης. Μπορεί να βοηθήσει τα αουτσάιντερ (ωραίο μπασκετάκι η Μπάμπεργκ, έτσι;) να κερδίσουν τα φαβορί (Ολυμπιακός, Μπαρτσελόνα). Είναι ικανό να γκρεμίσει ακόμα και το πιο ισχυρό αμυντικό οικοδόμημα. Και σε αυτές τις καταστάσεις, η δουλειά που μπορεί να κάνει ένας σέντερ – πασέρ, επηρεάζει το παιχνίδι με απεριόριστους τρόπους. Μερικοί εξ αυτών δεν έχουν ανακαλυφθεί καν αφού μιλάμε για ένα άθλημα το οποίο εξελίσσεται συνεχώς.
Όσοι αντιμετωπίζουν τους συγκεκριμένους πίβοτ δεν προβληματίζονται μόνο από το σκοράρισμα του αντιπάλου τους, αλλά φοβούνται ιδιαίτερα τη στιγμή που οι τελευταίοι θα αποφασίσουν να πασάρουν τη μπάλα. Διόλου τυχαίο μιας και στον ρόλο τους σαν δημιουργοί, οι “Πύργοι” με έφεση στις ασίστ, είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι, ιδιαίτερα αποτελεσματικοί και συχνά, παράγοντες που οδηγούν στη νίκη.
Το Eurohoops.net λατρεύει τους σέντερ-πασέρ. Μάλλον υπερβολικά! Για αυτό αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε τις επιλογές μας για τους Κορυφαίους 5, συν 1, ψηλούς της μοντέρνας εποχής της Ευρωλίγκας (μετά το 2001). Έξι γίγαντες του παρκέ που ξεχώριζαν ή ξεχωρίζουν για τις πλούσιες ικανότητες τους στις πάσες και τη σχεδόν διαβόητη επιδεξιότητά τους στο να μοιράζουν ασίστ.
Νίκολα Πρκάτσιν (Τσιμπόνα, Εφές, Παναθηναϊκός)
Ποιος θα περίμενε πως ένας σέντερ με σωματοδομή και τρόπο παιχνιδιού που θυμίζουν πολιορκητικό κριό, θα ήταν παράλληλα τόσο περίτεχνος, τόσο… ντελικάτος, θα λέγαμε, στις πάσες του. Αυτό είναι ίσως το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό στην ιδιαίτερη περίπτωση του Νίκολα Πρκάτσιν. Ο Κροάτης σέντερ, με βραχύβια παρουσία στον Παναθηναϊκό το 2008, ήταν ικανός να χρησιμοποιήσει την ωμή, σχεδόν βάρβαρη δύναμή του για να κυριαρχήσει επί των αντιπάλων, (με φαινομενικό τρόπο στο “ένας εναντίον ενός”), όμως όταν αποφάσιζε να μοιράσει τη μπάλα οι κινήσεις του συνδύαζαν την γρήγορη σκέψη με ιδιαίτερη φινέτσα.
Δεν είχε σημασία αν ήσουν “εχθρός” ή “φίλος”. Βλέποντας με τα μάτια ενός πλέι μέικερ, ο Πρκάτσιν παρατηρούσε τις κινήσεις που έκαναν όλοι οι μπασκετμπολίστες στο παρκέ κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης. Τόσο οι συμπαίκτες του όσο και οι αντίπαλοι. Έτσι, μπορούσε να υπολογίζει τις σωστές συντεταγμένες, ούτως ώστε να μοιράσει τις αγαπημένες του πάσες ή ασίστ. Η Ευρωλίγκα πρωτογνώρισε τις συγκεκριμένες ικανότητές του τη σεζόν 2002-2003 όταν έπαιζε στη Τσιμπόνα. Εκείνη τη σεζόν, ο Πρκάτσιν μοίραζε πάνω από 2 ασίστ ανά ματς, τελειώνοντας τη χρονιά με 48. Αν και έφτασε κοντά σε αυτό τον αριθμό μόνο μια ακόμη χρονιά στη μετέπειτα καριέρα του (το 2005-2006 με την Εφές, όταν είχε 41 ασίστ σε 22 παιχνίδια) οι πάσες του ή οι ασίστ του έφερναν τον ενθουσιασμό στο κοινό ουκ ολίγες φορές.
Όταν ο Πρκάτσιν αποφάσισε να κάνει ατομικό του ρεκόρ στις τελικές πάσες, βρήκε θύμα στην… ΑΕΚ. Ήταν ένα ματς Ευρωλίγκας τον Φεβρουάριο του 2002 όταν με τη φανέλα της Τσιμπόνα, ο Κροάτης ψηλός μοίρασε 7 ασίστ. “Σιγά ρε μάστορα τον αριθμό” θα μου πείς τώρα. Όμως ο Πρκάτσιν συνδύασε αυτό το νούμερο με 11 προσπάθειες για σουτ δυο πόντων, κάτι που σημαίνει πως δεν αμέλησε το ένα καθήκον του στην επίθεση για χάρη του άλλου, παραμένοντας ποικιλοτρόπως απειλητικός. Όχι όμως αρκετά για να επικρατήσει η ομάδα του, μιας και η “Ένωση” κέρδισε 90-89. Όπως και να’ χει, το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι ένα από τα το πλέον ενδεδειγμένα παραδείγματα για να καταλάβει ο οποιοσδήποτε το πως ο Νίκολα Πρκάτσιν μπορούσε να συνδυάσει ιδανικά το σκοράρισμα με το να μοιράζει ασίστ.
Γιάννης Μπουρούσης (AEK, Ολυμπιακός, Μιλάνο, Ρεάλ Μαδρίτης, Λαμποράλ Κούτσα)
Όλοι, λίγο πολυ, ξέρουμε πως ο Έλληνας σέντερ πάντα γούσταρε να λειτουργεί… και σαν γκαρντ. Παρά το ύψος του και το ξεκάθαρο της θέσης του σαν “πεντάρι”, ο Γιάννης Μπουρούσης ανέκαθεν ένιωθε περισσότερο σαν το το σπίτι του όταν κινούταν σε ακτίνα μέσης ή μακρινής απόστασης από το καλάθι, παρά μέσα στο ζωγραφιστό. Και πέραν από να σουτάρει τη μπάλα, ο Μπουρούσης λατρεύει και να την πασάρει στους συμπαίκτες του. Φυσικά, δεν τον είχαμε δει ποτέ να ξεδιπλώνει ολοκληρωτικά τη συγκεκριμένη πτυχή του ταλέντου του, παρά μόνο μέχρι πολύ πρόσφατα. Για την ακρίβεια, μέχρι… τη φετινή σεζόν.
Το γεγονός αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Η πάσα και η δημιουργία του, σε θέσεις που εκτείνονται από το λόου ποστ μέχρι… τη γραμμή του τριπόντου, αποτελεί μεγάλο μέρος του ρόλου τον οποίο κατέχει στην επίθεση της ομάδας του. Όντας όχι μόνο ο “Πύργος” μα ο ηγέτης της Λαμποράλ Κούτσα, ο Μπουρούσης έχει βρει το ιδανικό έδαφος για να φυτέψει τους σπόρους του παιχνιδιού που θέλει να αναπτύξει. Η ελευθερία και η εμπιστοσύνη του προπονητή του, Βέλιμιρ Περάσοβιτς, συνδυάζονται με το στυλ του μπάσκετ των Βάσκων, σαν τα υλικά του ιδανικού λιπάσματος που επιτρέπουν στο πασάρισμα του Μπουρούση να ανθίσει όπως ποτέ άλλοτε. Οι αριθμοί δεν λένε ψέμματα, όσον αφορά το τελεύταιο.
Σε 15 παιχνίδια με τη Βασκόνια, ο Μπουρούσης έχει μοιράσει 8 ασίστ περισσότερες (33) από τον μεγαλύτερο αριθμό που έχει “γράψει” σε μια ολόκληρη σεζόν (25, με τη Ρεάλ Μαδρίτης, τόσο το 2013/2014 όσο και το 2014/2015) στην Ευρωλίγκα. Αυτή η νέα άποψη του παιχνιδιού του, δεν βοηθάει απλά τους συμπαίκτες παρουσιάζοντάς τους με ευκαιρίες για να σκοράρουν, αλλά αποπροσανατολίζει αρκετά τους αντιπάλους του, αφού πλέον οι τελευταίοι δεν ξέρουν αν θα πασάρει τη μπάλα ή θα επιχειρήσει να σκοράρει, από όποιο σημείο του παρκέ μπορεί να βρίσκεται. Γίνεται ολοένα και καλύτερος , αλλά και περισσότερο… εντυπωσιακός, στον ρόλο του “πλέη μέηκερ του χαμηλού ποστ”. Απλά περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι μας επιφυλάσσει στη συνέχεια.
Ντέγιαν Τομάσεβιτς (Μπούντουτσνοστ, Τάου Κεράμικα, Παναθηναϊκός)
Έχετε βρει έναν απόφοιτο της “Μεγάλης των Πλάβι Σχολή” που να μη συνδυάζει το ταλέντο του με γενναίες δόσεις … εξυπνάδας; Εμείς όχι. Και ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση κλασικού Σερβικού μπασκετμπολίστα που κατείχε ισχυρή γνώση των θεμελιωδών αξιών του αθλήματος. Μόνο που ο σπουδαίος “Τόμα” φρόντισε να πασπαλίσει τις συγκεκριμένες αρχές του παιχνιδιού με μια.. “μαγική σκόνη” που τον έκανε να ξεχωρίσει. Όχι αυτή ενός σέντερ, αλλά εκείνη ενός ποιντ γκαρντ.
Παράλληλα με την αποτελεσματικότητά του στο σκοράρισμα ή στα ριμπάουντ, η χαρακτηριστική μπασκετική του ευφυΐα, επέτρεπε στον Τομάσεβιτς να είναι ένας εκπληκτικός ψηλός πάσερ. Με τη μπάλα στα χέρια και χειρισμό που θα ζήλευε… κοντός και όχι παίκτης κοντά στα 2′ 10, ήταν ιδιαίτερα ακριβής στις αποφάσεις του όταν ήθελε να ξεφορτωθεί τη “σπυριάρα”. Αυτά τα δυο στοιχεία του επέτρεπαν να τοποθετείται σε οποιαδήποτε σημείο του παρκέ ήθελε, ώστε να βρίσκεται σε ετοιμότητα για την κατάλληλη πάσα/ασίστ. Μάλιστα υπήρχαν φορές που το μυαλό του στρόφαρε τόσο γρήγορα όταν ήθελε να πασάρει, που ενίοτε βρισκόταν ένα βήμα μπροστά από τους συμπαίκτες του.
Ο Τομάσεβιτς άγγιψε το ζενίθ της δημιουργικότητάς του στην Ευρωλίγκα, όταν έπαιζε στη Βαλένθια τη σεζόν 2003/2004. Τη συγκεκριμένη χρονιά μοίραζε περίπου 4 ασίστ ανά παιχνίδι σε 31 λεπτά συμμετοχής. Μιλάμε για αλματώδη βελτίωση σε σχέση με τη προηγούμενη σεζόν κατά την οποία αγωνιζόταν στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση. Τότε, με τη φανέλα της Τάου, είχε μέσο όρο 2 ασίστ, αγωνιζόμενος για 28 λεπτά άνα ματς. Όσο για το ρεκόρ καριέρας του στην Ευρωλίγκα, αυτό ήρθε απέναντι στην Πολωνική Βρότσλαβ, στις 28 Ιανουαρίου του 2004. Σε εκείνο το παιχνίδι, 11 πάσες που έφυγαν από τα χέρια του Τομάσεβιτς έγιναν καλάθια από τους συμπαίκτες του στη Βαλένθια. Αριθμός – φαινόμενο για σέντερ.
Άντε Τόμιτς (Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα)
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Άγγλος φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ (ναι, το όνομα το ξέρεις και από το “Lost”) σχεδίασε ένα κτίριο με το όνομα “Panopticon” (Πανοπτικόν). Ο σκοπός του; Για να το θέσουμε απλά: Ένα οικοδόμημα που θα επέτρεπε σε ένα άτομο να μπορεί να παρατηρεί τους τρόφιμους σε ένα ίδρυμα, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν πως παρακολουθούνται. Αν ο Μπένθαμ ήξερε πως περίπου 220 χρόνια μετά θα υπήρχε ένα άθλημα με το όνομα “μπάσκετ” και πως ένας… γίγαντας από την Κροατία θα ενσάρκωνε τα σχέδια του με το παιχνίδι του, τότε ίσως θα ονόμαζε τη δημιουργία του “Άντε Τόμιτς”.
Ο σέντερ της Μπαρτσελόνα σίγουρα ξέρει που βρίσκονται όλοι, μα όλοι οι συμπαίκτες του στο παρκέ κάθε στιγμή των 24ων δευτερολέπτων στις επιθέσεις των Καταλανών. Ανεξάρτητα από που στέκεται αυτός. Ο ούτως ή άλλως πανοραμικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται το παιχνίδι, γίνεται πιο αποτελεσματικός χάρις στο ύψος του. Ο συνδυασμός των δυο αυτών χαρακτηριστικών, του επιτρέπει να σαρώσει το ημικύκλιο με τα μάτια του, ώστε να πασάρει τη μπάλα σε οποιονδηποτε από τους συμπαίκτες του. Αρκετά συχνά, η πάσα του είναι είτε το πρώτο κομμάτι που πέφτει στο ντόμινο της επίθεση της Μπαρτσελόνα, είτε το τελευταίο. Επίσης, και αυτό φαίνεται και από τα τελείωματά του, ο τρόπος που απελευθερώνει τη μπάλα από τα χέρια του είναι όσο κομψός χρειάζεται για να σιγουρέψει πως θα καταλήξει στα χέρια ενός άλλου “Καταλανού”, με τη σωστή ταχύτητα.
Τη φετινή σεζόν ο Κροάτης μετράει 2.3 ασίστ ανά παιχνίδι, σε 21 λεπτά συμμετοχής. Αριθμός που δεν φαίνεται ιδιαίτερος αν παραβλέψουμε τους 12 πόντους που σκοράρει σε κάθε ματς. Βέβαια, το “ζουμί” στην υπόθεση Τομιτς είναι πως ο αριθμός των ασίστ του αποτελεί απλά ένα μικρό κομάτι της επίδρασης που έχει το πασάρισμα του στο παιχνίδι της Μπαρτσελόνα. Όταν βρίσκεται στο χαμηλό ποστ και η μπάλα ακουμπά πάνω του, η αντίπαλη ομάδα πρέπει να προβληματιστεί τόσο για το σκοράρισμα του όσο και για την πάσα του. Το σκάουτινγκ των αντίπαλων προπονητών εμπεριέχει περισσότερα σχέδια για το πως θα σταματήσουν τον Τόμιτς από το να δημιουργήσει, παρά από να βάλει καλάθια. Τόσο ζωτικής σημασίας είναι η πάσα του στο πλάνο του Τσάβι Πασκουάλ.
Φέτος, μάλιστα, όχι μόνο έκανε καινούριο προσωπικό ρεκόρ με τις 7 ασίστ που μοίρασε απέναντι στη Λοκομοτιβ Κούμπαν στη Βαρκελώνη αλλα μας έκανε να τρίβουμε τα μάτια μας με τα χάιλατις που προσέφερε. Έμμεσα, έθεσε υποψήφιες κάποιες από τις πάσες του για το βραβείο “ασίστ της χρονιάς” στην Ευρωλίγκα. Αλλά όσο μας εντυπωσιάζει, τόσο μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν πρόκεται για το τελευταίο, σπάνιο δείγμα ψηλών που θα χαθεί όταν οι λεγόμενοι “undersized” σέντερ θα… κυριεύσουν ολοκληρωτικά το άθλημα. Θα συμβεί όντως κάτι τέτοιο;
Ίσως όχι μιας και ο Τόμιτς μπορεί σίγουρα να αποτελέσει έμπνευση για μοντέρνους πίβοτ άνω των 2.10 όσον αφορά το πως μπορούν να εμπλουτίσουν το παιχνίδι τους για να το κάνουν πολύτιμο, σχεδόν αναντικατάστατο για τις ομάδες τους. Όπως είναι και το δικό του στη Μπαρτσελόνα χάρις στη συχνότητα, την εξυπνάδα και την ικανότητα με την οποία πασάρει στους συμπαίκτες τους. Ακόμα και αν δεν είναι ποιντ γκαρντ, σίγουρα κουβαλάει το φορτίο ενός, μιας και η δουλειά που κάνει για τη Μπαρτσελόνα ορίζει αυτό που ονομάζουμε “playmaking”.
Νίκολα Βούισιτς (Βιλερμπάν, Μακάμπι Τελ Αβίβ, Ολυμπιακός, Εφές)
Από που να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις. Ένας θρύλος της Ευρωλίγκας και δυο φορές πρωταθλητής με τη Μακάμπι, το 2004 και το 2005. Πέντε φορές μέλος της καλύτερης ομάδας της σεζόν στην Ευρωλίγκας και φυσικά παρών στην κορυφαίας ομάδα της προηγούμενης δεκαετίας. Πιθανόν ο κορυφαίος ψηλός των 00s. Πέραν όμως από αυτή την παρέλαση βραβείων και διακρίσεων, ο Βούισιτς έχει καταφέρει κάτι που φαίνεται αδύνατο να επαναληφθεί μέχρι στιγμής. Ο Κροάτης σέντερ (ναι, έχουμε τρεις στη λίστα) είναι ο μόνος παίκτης που έχει πετύχει triple-double στην ιστορία της Ευρωλίγκας. Και δεν το έχει καταφέρει μια, αλλά δυο φορές. Η πρώτη, στη νίκη της Μακάμπι επί της Πρόκομ με 95 – 68 το 2005, όταν τελείωσε το παιχνίδι με 11 πόντους, 12 ριμπάουντ και 11 ασίστ στην πρεμιέρα της σεζόν. Ένα χρόνο μετά, ο Βούισιτς αποφάισε να κάνει… ριπίτ, σκοράροντας 27 πόντους, μοιράζοντας 10 ασίστ και μαζεύοντας 10 ασίστ όταν η Μακάμπι επικράτησε της Ολίμπια Λιουμπλιάνα.
Φοβεροί και τρομεροί οι αριθμοί. Όμως, όσα και να δείχνουν, ουσιαστικά δεν περιγράφουν ούτε το ελάχιστο από το μεγαλείο του Βούισιτς στον τομέα με το οποίο ασχολείται το αφιέρωμα. Οι ασίστ ή οι πάσες γενικά του Βούισιιτς ήταν σκέτη ποίηση, σαν ποιότητα, και σχεδόν… αμέτρητες όσον αφορά την ποσοτητά τους. Καλά – καλά δεν χωράνε σε βίντεο με χάιλαιτς… επικής διάρκειας. Όμως πέραν από τη μοναδικότητα και την ομορφιά τους, οι πάσες αυτές ήταν ταυτόχρονα ισχυροί συνδετικοί κρίκοι σε μερικές από τις πλέον καλολαδωμένες επιθετικές μηχανές στην Ιστορία της Ευρωλίγκας.
Ο Βούισιτς μοίραζε εκπληκτικές ασίστ με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Πίσω από τη γραμμή των τριπόντων, από το χαμηλό πόστ, μέσα στο ζωγραφιστό, ακριβώς κάτω από το καλάθι. Δεν του έκανε καμία διαφορά. Για τις πάσες του έβαζε στο σέηκερ του μυαλού του, μια μεζούρα από το απρόβλεπτο και γενναίες δόσεις από το ουσιαστικό προσθέτοντας, τέλος, την πινελία του εντυπωσιακού. Τα ανακάτευε καλά – καλά και σέρβιρε το αποτέλεσμα που μεθούσε γλυκά τις ομάδες του στο σκοράρισμα. Για τους αντιπάλους το μενού είχε “μπόμπα” και χανγκοβερ από τη ζαλάδα όσων προσπάθουσαν να τον μαρκάρουν.
Οι μέσοι όροι των ασίστ του; Παρανοϊκά μεγάλοι για έναν μπασκετμπολίστα, και δη σέντερ, ο οποίος σκόραρε αρκετά για να γίνει ο πέμπτος παίκτης στην ιστορία της Ευρωλίγκας που ξεπέρασε τους 2000 πόντους (το κατάφερε σαν παίκτης του Ολυμπιακού το 2008). Τις σεζόν 2005-2006 και 2006-2007 ο Βούισιτς μοίραζε 4 ασίστ σε κάθε ματς, ολοκληρώνοντας την κάθε χρονιά στους κορυφαίους πέντε της συγκεκριμένης στατιστικής κατηγορίας. Και ναι, σωστά μάντεψες. Είναι ο ψηλότερος μπασκετμπολίστας στην Ευρωλίγκα που έχει πετύχει τέτοιο επίτευγμα.
Πέραν όλων των υπολοίπων, λατρεύουμε τον Βούισιτς επειδή κουβαλούσε την κληρονομιά ενός από τους Μεγάλους του Ευρωπαικού μπάσκετ. Εκείνου που θα ήταν αδύνατον να μην βρίσκεται κορυφή της λίστας μας.
Άρβιντας Σαμπόνις (Ζαλγκίρις)
Ο ένας και μοναδικός. Το θαύμα της φύσης. Αν και αγωνίστηκε μόλις μια σεζόν στη μοντέρνα εποχή της Ευρωλίγκας, δεν υπήρχε περίπτωση να μην είναι το νούμερο 1 της λίστας με τους κορυφαίους ψηλούς πασέρ. Θα δώσουμε βάση στις θεϊκές πάσες του μιας και ολες οι λέξεις του κόσμου δεν αρκούν για να περιγράψουν τι σημαίνει συνολικά το όνομα “Άρβιντας Σαμπόνις” για το Ευρωπαικό μπάσκετ. Άλλωστε, είναι γνωστό πως αν δεν είχε ταλαιπωρηθεί από τραυματισμούς ή αν το NBA είχε την τιμή να τον γνωρίσει όταν αυτός ήταν ακόμα σε νεαρή ηλικία, τότε πολύ πιθανόν να είχε κατακτήσει και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Αλλά ας μείνουμε στα της Ευρωλίγκας. Ο Λιθουανός παίκτης – εικόνισμα του αθλήματος έλαβε μέρος στην διοργάνωση μόλις για μια χρονιά, όπως αναφέραμε πριν. Ήταν το 2003 όταν ο Σαμπόνις επέστρεψε στο Κάουνας και στην αγαπημένη του Ζαλγκίρις για να δώσει την τελευταία παράσταση, πριν κρεμάσει τα παπούτσια του. Είχε πατήσει, άλλωστε τα 38 και είχε βάλει πλώρη για τα 39. Τώρα, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι αν η ηλικία στάθηκε εμπόδιο στο παιχνίδι του και αν τον σταμάτησε από το να κυριαρχήσει των αντιπάλων του, θα υποθέσουμε πως αστειεύεσαι λίγο.
Ανεπηρέαστος από κάθε σύμπτωμα “κρίσης της μέσης ηλικίας, ο Σαμπόνις έκανε πλάκα απέναντι σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να τον σταματήσει. Η ασύγκριτη αντίληψη του παιχνιδιού που διέθετε, σε συνδυασμό με την εμπειρία και την ιδιοφυή σκέψη του, αντανακλούνταν και στην παραμικρή κίνηση που έκανε στο παρκέ… πόσο μάλλον στις πάσες του. Μοιράζοντας ασίστ πίσω από την πλάτη, κάτω από τα πόδια, γύρω από τη μέση του, χωρίς να κοιτάει, μετά από διπλή ή και τριπλή προσποίηση, ο Λιθουανός γίγαντας υπηρέτησε το άθλημα με υπερβατικό τρόπο, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Τόσο εξελιγμένο και ιδιαίτερο ήταν το παιχνίδι του που έμοιαζε λες και κάποιος παρουσίαζε στους ταπεινούς γήινους μια εξωγήινη μπασκετική τεχνολογία που δεν μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν.
Βελτιώνοντας το παιχνίδι της Ζαλγκίρις με αδιανόητους τρόπους, προφανώς και με τη συμβολή του ρόλου του ως πασέρ, ο Σαμπόνις τέλειωσε τη σεζόν με 2.4 ανά παιχνίδι, πάρα πολύ υψηλός αριθμός αν σκεφτούμε πως σκόραρε 17 πόντους σε κάθε ματς. Αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης για τη σεζόν 2003-2004 την Ευρωλίγκα, MVP του Top 16 και ήταν, φυσιολογικά, μέρος της καλύτερης πεντάδας. Αν ένας κύριος με το όνομα Ντέρικ Σαρπ δεν άλλαζε το ρου της Ευρωλίγκας με ένα συγκεκριμένο τρίποντο, διόλου απίθανο ο Σάμπας να κέρδιζε και το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη στο Final Four.
Την τελευταία χρονιά της επαγγελματικής του καριέρας, ο Άρβιντας Σαμπόνις αποφάσισε να κοσμήσει τα γήπεδα της Ευρωλίγκας με την παρουσία του, φέρνοντας ολοκληρωτική μαγεία σε κάθε γήπεδο που πατούσε και με κάθε κίνηση που έκανε. Αν και σχεδόν… μας τρέχουν τα σάλια από θαυμασμό κάθε φορά που τον βλέπουμε σε βίντεο, πλέον, κρατάμε ειδικά τις πάσες του σε ένα ιδιαίτερο σημείο της καρδιάς μας.