Των Δημήτρη Μιναρετζή και Γιάννη Ασκούνη/ info@eurohoops.net
Ο 27χρονος πλέον Ουίλιαμς αποτέλεσε το 2011 τη δεύτερη επιλογή του Draft του NBA πίσω από τον Κάιρι Ίρβινγκ. Έκτοτε έπαιξε σε 436 ματς της κορυφαίας λίγκας του κόσμου, χωρίς ωστόσο να δικαιώσει την υψηλή του θέση. Πλέον αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Ευρώπη. Φυσικά, δεν είναι ο πρώτος παίκτης, ο οποίος πήρε πολύ καλή θέση σε Draft και βρέθηκε στη συνέχεια στην ήπειρό μας.
Ο Αμερικανός φόργουορντ, ο οποίος υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τους Βαυαρούς, επεκτείνει μία παράδοση που θέλει παίκτες… πολλά υποσχόμενους να γίνονται “γυρολόγοι” στην θεωρητικά καλύτερη – μπασκετικα – ηλικία τους ύστερα από όχι και τόσο καλή πορεία στο NBA. Μόλις το 2017, ο Άντονι Μπένετ, πρώτη επιλογή του Draft του 2013, βρέθηκε στη Φενέρμπαχτσε και αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης, χωρίς ωστόσο να έχει ουσιαστική συμμετοχή στην κορυφαία επιτυχία του τουρκικού μπάσκετ σε επίπεδο Ευρωλίγκας.
Αρκετοί ακολούθησαν αντίστοιχη διαδρομή τη δεκαετία του ’80 και στις αρχές του ’90, όταν σιγά σιγά άνοιξαν οι “πόρτες” και στις δύο μπασκετικές πλευρές.
Ο Μπένετ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες στον “μαγικό” κόσμο και έγινε ο έβδομος παίκτης, ο οποίος επιλέχθηκε στην πρώτη θέση του Draft και ακολούθως βρέθηκε στην Ευρώπη. Μόλις δύο διένυσαν ολόκληρη σεζόν στην ήπειρό μας, ενώ τρεις απλά έδωσαν το παρών σε λίγα παιχνίδια. Ο Τζόι Μπάρι Κάρολ και ο Μάικαλ Τόμπσον, πατέρας του Κλέι Τόμπσον, αγωνίστηκαν ολόκληρη σεζόν στην Ιταλία, ενώ ο Μάικλ Ολοουκάντι, ο Ραλφ Σάμπσον κι ο Κεντ Μπένσον ήρθαν για ελάχιστα παιχνίδια πριν αποχωρήσουν.
Φυσικά μία κατηγορία μόνος του είναι ο Άλεν Άιβερσον, που φόρεσε την φανέλα της Μπεσίκτας, ενώ ο Αντρέα Μπαρνιάνι επέστρεψε προσωρινά στην Ευρώπη για λογαριασμό της Μπασκόνια. Πέρα από #1 επιλογές, ο Μπομπ ΜάκΑντου αποτέλεσε τη δεύτερη επιλογή το 1972 και έγραψε ιστορία στην Ευρώπη, ενώ ο #3 του 1982, Ντομινίκ Ουίλκινς, βοήθησε τον Παναθηναϊκό να φθάσει για πρώτη φορά στην κορυφή της Ευρωλίγκας το 1996.
Πάμε, λοιπόν, να δούμε τι έκαναν όλοι αυτοί οι παίκτες στην ήπειρό μας…
ΤΖΟΪ ΜΠΑΡΙ ΚΑΡΟΛ (1984-85)
Ο Τζόι Μπάρι Κάρολ (1958, 2.16μ.) επιλέχθηκε στο Νο1 από τους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς στο Draft του 1980, ο κορυφαίος σε αριθμούς παίκτης που ήρθε στην Ευρώπη μετά τέτοια επιλογή σε ντραφτ. Ήταν μάλιστα κι ο πρώτος που το αποφάσισε. Ο Ραλφ Σάμπσον πάντως (ακολουθεί παρακάτω η ιστορία του) ήταν ο κορυφαίος μεταξύ των παικτών της λίστας μας, μέχρι που ο Άλεν Άιβερσον εμφανίστηκε στην Τουρκία και τους καπέλωσε όλους.
Αμέσως καθιερώθηκε στο ΝΒΑ με εξαιρετικά νούμερα για τρεις χρονιές (24 π. την τρίτη σεζόν), ωστόσο τη σεζόν 1984-85 αποφάσισε να παίξει στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην ιστορική Σίμακ (Ολίμπια) Μιλάνο!
Πώς συνέβη αυτό; Ο Κάρολ ανέθεσε σε έναν ατζέντη ονόματι Χάουαρντ Σλάσερ τη διαπραγμάτευση του νέου του συμβολαίου. Ο εν λόγω μάνατζερ ήταν αδίστακτος και δεν αφαιρούσε από τις επιλογές του ακόμα και την πιθανότητα να χάσουν μία χρονιά αν δεν έπαιρναν το συμβόλαιο που άξιζαν. Οι Ουόριορς δεν έκαναν προσφορά στον κορυφαίο τους παίκτη αλλά ο Κάρολ δεν ήθελε να «χοντρύνει», όπως δήλωσε. Έτσι έκλεισε στην Ολίμπια, μία από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης εκείνη την εποχή, ίσως την καλύτερη. Στην Ιταλία φυσικά, ο Κάρολ σάρωσε. Με 24,9 πόντους και 11,1 ρμπάουντ μέσο όρο, η Σίμακ κατέκτησε το ιταλικό πρωτάθλημα αλλά και το Κύπελλο Κόρατς (1984-85) με αντίπαλο τη μεγάλη ανταγωνίστρια της εποχής, τη Βαρέζε (απέκλεισε τον Άρη στον ημιτελικό) της οποίας επικράτησε με 91-78!
Ο Κάρολ επέστρεψε στο ΝΒΑ για να παίξει ξανά στους Ουόριορς, αλλά και τους Ρόκετς, Νετς, Νάγκετς και Σανς κλείνοντας την πλούσια καριέρα του το 1991 με μέσο όρο 17,7 πόντους, 7,7 ριμπάουντ και 1,6 μπλοκ μέσο όρο. Ήταν το Νο1 σε ντραφτ με τα καλύτερα νούμερα στο ΝΒΑ κάνοντας θητεία και στην Ευρώπη…
ΜΠΟΜΠ ΜΑΚΑΝΤΟΥ (1986-93)
Το 1972, οι Μπάφαλο Μπρέιβς, νυν Λος Άντζελες Κλίπερς, επέλεξαν τον ΜάκΑντου στη 2η θέση του Draft. Φόρεσε επίσης τη φανέλα των Νιου Γιορκ Νικς, Μπόστον Σέλτικς, Ντιτρόιτ Πίστονς, Νιου Τζέρζεϊ Νετς, Λος Άντζελες Λέικερς και Φιλαδέλφεια 76ερς. Συνολικά έπαιξε σε 946 ματς της λίγκας. Μάλιστα, το 1982 και το 1985 κατέκτησε το πρωτάθλημα με τους Λος Άντζελες Λέικερς. Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα τραυματισμού, που δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει την ανοδική του πορεία στον “μαγικό” κόσμο.
Αγωνίστηκε σε πέντε All Star Games και κατέκτησε τρεις φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ του NBA. Θεωρήθηκε, όμως, τελειωμένος από τους συμπατριώτες του στα 35 του, όταν υπέγραψε συμβόλαιο με τη Μιλάνο. Με κύρια χαρακτηριστικά την αποτελεσματικότητά του στα σουτ μέσης απόστασης και την εντυπωσιακή του ευκινησία για το ύψος του, ο ΜάκΑντου συνέχισε να “τιμωρεί” όποιον έβρισκε μπροστά του μετά το πέρας της πορείας του στο NBA.
Αν και ήταν ήδη 35 όταν βρέθηκε στην ήπειρό μας, παραμένει ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς παίκτες που έπαιξαν στην Ευρώπη και εμβληματική φυσιογνωμία της Μιλάνο. Οδήγησε τους Μιλανέζους στην κορυφή της Ευρώπης το 1987 και το 1988, ενώ συνέχισε μέχρι τα 42 του στην Ιταλία, ενισχύοντας τη Φορλί από το 1990 μέχρι το 1992 και τη Φαμπριάνο το 1993.
ΚΕΝΤ ΜΠΕΝΣΟΝ (1988-89)
Ο Κεντ Μπένσον είναι – προφανώς – κι ο πιο άγνωστος από τους παίκτες που από το Νο1 ήρθαν να παίξουν στην Ευρώπη. Επιλογή των Μπακς στο Draft του 1977, ο λευκός σέντερ αποφοίτησε από το περίφημο Ιντιάνα του Μπόμπι Νάιτ με περίπου 17,5 πόντους μ.ό. στο ενεργητικό. Για να μην τον αδικούμε, είχε χτίσει σπουδαίο όνομα στο NCAA, αλλά δεν το δικαίωσε στο ΝΒΑ.
Για έντεκα χρόνια στο ΝΒΑ δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ψηλότερου πικ σε Draft. Έπαιξε στους Μπακς, τους Πίστονς, τους Τζαζ και τους Καβαλίερς, ολοκληρώνοντας την καριέρα του με 9,1 πόντους και 5,7 ριμπάουντ.
Περισσότερο γνωστός τελικά έγινε επειδή στο πρώτο του παιχνίδι έφαγε μπουνιά από τον Καρίμ (!) καθώς είχε προκαλέσει ζημιά στα γεννητικά όργανα του σέντερ των Λέικερς με αγκωνιά του, παρά για οτιδήποτε άλλο. Ήταν μια σοκαριστική στιγμή, όπως μπορείτε να αντιληφθείτε. Ο Τζαμπάρ μάλιστα έσπασε το χέρι του και έμεινε δύο μήνες εκτός δράσης! Απίστευτο…
Στο τέλος της καριέρας του στην Αμερική, ο Μπένσον υπέγραψε συμβόλαιο με την Καντού τη σεζόν 1988-89 με την οποία έπαιξε σε οκτώ παιχνίδια έχοντας 12,1 πόντους μέσο όρο. Εκείνη τη σεζόν, μάλιστα, η Βισμάρα Καντού έφτασε στο διπλό τελικό του Κυπέλλου Κόρατς, αλλά η Παρτίζαν πήρε το τρόπαιο με συνολικό σκορ 177-171.